Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ασάφεια

См. также в других словарях:

  • ἀσαφείᾳ — ἀσαφείᾱͅ , ἀσάφεια want of clearness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάφεια — want of clearness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασάφεια — η (AM ἀσάφεια, Α και φία και φίη) [ασαφής] η έλλειψη σαφήνειας …   Dictionary of Greek

  • ασάφεια — η έλλειψη σαφήνειας, σκοτεινότητα: Το γράψιμό του το διακρίνει μια ασάφεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσαφείας — ἀσαφείᾱς , ἀσάφεια want of clearness fem acc pl ἀσαφείᾱς , ἀσάφεια want of clearness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαφειῶν — ἀσάφεια want of clearness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαφείαις — ἀσάφεια want of clearness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαφείης — ἀσάφεια want of clearness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάφειαν — ἀσάφεια want of clearness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προψελλίζω — Α ψελλίζω κάτι προηγουμένως, μιλώ με ασάφεια πριν από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψελλίζω «μιλώ, εκθέτω κάτι με ασάφεια»] …   Dictionary of Greek

  • АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ —     АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ. В статье рассмотрена преимущественно комментаторская традиция 1 в. дон.э. бв.н.э.О комментаторах сирийских, арабских, византийских, средневековых латинских и еврейских см. Аристотелизм.     ГРЕЧЕСКИЕ КОММЕНТАТОРЫ.… …   Античная философия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»