-
1 ασάφεια
[асафиа] ουσ. Θ. неясность, неопределенность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασάφεια
-
2 неясность
нея́сн||остьж ἡ ἀσάφεια, ἡ ἀοριστία:тут имеется \неясность ἐδῶ ὑπάρχει ἀσάφεια. -
3 невразумительность
-и θ.ασάφεια•невразумительность ответа ασάφεια απάντησης.
-
4 неопределённость
-и θ.αοριστία, ασάφεια•неопределённость ответа ασάφεια απάντησης.
-
5 туман
туман 1-а (туману) α.1. ομίχλη, καταχνιά, αντάρα•заволакиваться -ом σκεπάζομαι απο ομίχλη, ανταριάζω.
2. μτφ. θολούρα, θάμβος των ματιών. || μτφ. ασάφεια πνευματική, συσκότιση, θόλωμα• αοριστία, αβεβαιότητα•туман будущего αβεβαιότητα για το μέλλον.
εκφρ.туман в глазах у кого – έχει θολούρα, ασάφεια, δεν είναι οξυδερκής, δε βλέπει μακριά διανοητικά•туман в голове у кого – έχει θολούρα στο κεφάλι κάποιος• (как) в -е α) ασαφώς,αμυδρώς, θολά• ωχρά•помню как в -е – θυμούμαι αμυδρώς. β) στα τυφλά• αόριστα•напустить ή навести -у – θολώνω, συσκοτίζω, συγχύζω.туман 2κ. томан-а α.το τομάν, (παλαιό περσικό νόμισμα). -
6 неопределённость
1. (неопределённое выражение) мат. η αοριστία 2. (неточность в знании, измерении) η ασάφειατο σφάλμα στις μετρήσεις3. (в представлении Гейзенберга) физ. η απροσδιοριστία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неопределённость
-
7 неопределенность
неопределенн||остьж ἡ ἀοριστία, ἡ ἀβεβαιότητα [-ης] / ἡ ἀσάφεια (неясность):\неопределенность положения κατάσταση ἐκκρεμότητας, κατάσταση ἀβεβαιότητας. -
8 нечеткость
нечетк||остьж τό δυσανάγ-νωστο[ν] (печати, почерка)/ ἡ ἀσάφεια (о мысли и т. п.):\нечеткостьость произношения ἡ μή καθαρή προφορά. -
9 расплывчатость
расплывчатостьж ἡ ἀμορφία, ἡ ἀοριστία, ἡ ἀσάφεια. -
10 туманность
туманн||остьж Α. астр. τό νεφέλωμα·2. (неясность) ἡ ἀοριστία, ἡ ἀσάφεια, τό συγκεχυμέν[ον]. -
11 неясность
[νιγιασναστ*] ουσ. θ. ασάφεια -
12 неясность
[νιγιασναστ'] ουσ θ ασάφεια -
13 невнятность
-и θ.ασάφεια. || ακαταληψία, το δυσνόητον. -
14 невыясненность
-и θ.ασάφεια, σκοτεινότητα. -
15 неотчётливость
-и θ.ασάφεια αοριστία. -
16 неуловимость
-и θ.1. το ασύληπτο.2. το απαρατήρητο, το δυσδιάκριτο, ασάφεια. -
17 нечёткость
-и θ.ασάφεια, το δυσδιάκριτο, το αδιευκρίνητο μη καθαρότητα• αμυδρότητα μη ακρίβεια. -
18 неясность
-и θ.ασάφεια, αμυδρότητα, μη καθαρότητα. || αοριστία ακαταληψία. -
19 призрачность
-и θ.ασάφεια, αμυδρότητα, θολότητα. -
20 расплывчатость
-и θ.διαχυτικότητα (ήχων, φθόγγων κ.τ.τ.).μτφ. αμυδρότητα, ασάφεια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσαφείᾳ — ἀσαφείᾱͅ , ἀσάφεια want of clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάφεια — want of clearness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασάφεια — η (AM ἀσάφεια, Α και φία και φίη) [ασαφής] η έλλειψη σαφήνειας … Dictionary of Greek
ασάφεια — η έλλειψη σαφήνειας, σκοτεινότητα: Το γράψιμό του το διακρίνει μια ασάφεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσαφείας — ἀσαφείᾱς , ἀσάφεια want of clearness fem acc pl ἀσαφείᾱς , ἀσάφεια want of clearness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφειῶν — ἀσάφεια want of clearness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφείαις — ἀσάφεια want of clearness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφείης — ἀσάφεια want of clearness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάφειαν — ἀσάφεια want of clearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψελλίζω — Α ψελλίζω κάτι προηγουμένως, μιλώ με ασάφεια πριν από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψελλίζω «μιλώ, εκθέτω κάτι με ασάφεια»] … Dictionary of Greek
АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ — АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ. В статье рассмотрена преимущественно комментаторская традиция 1 в. дон.э. бв.н.э.О комментаторах сирийских, арабских, византийских, средневековых латинских и еврейских см. Аристотелизм. ГРЕЧЕСКИЕ КОММЕНТАТОРЫ.… … Античная философия