Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αρχαιολόγος

См. также в других словарях:

  • αρχαιολόγος — ο, η (Μ ἀρχαιολόγος) νεοελλ. αυτός που μελετά τα μνημεία, τη ζωή και την τέχνη της αρχαιότητας μσν. εκείνος που αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν («ἀρχαιολόγου ἱστορίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + λόγος < λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολόγος — ο, η αυτός που μελετά τα μνημεία της αρχαίας τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βάνδαλοι — Αρχαιολόγος γερμανικός λαός που αρχικά ίσως ήταν εγκατεστημένος στις ακτές της Αζοφικής θάλασσας και τον 1o αι. μ.Χ. κατέβηκε στις ακτές της Βαλτικής. Τον 2o αι., κάτω από την πίεση των Γότθων, οι Β. μετατοπίστηκαν στα Ν και εγκαταστάθηκαν ίσως… …   Dictionary of Greek

  • Στάης, Βαλέριος — Αρχαιολόγος (Κύθηρα 1857 Αθήνα 1923). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Λίγο αργότερα αφοσιώθηκε με ζήλο στην αρχαιολογία και σπούδασε μάλιστα αρχαιολογία σε διάφορα γερμανικά… …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαιολόγου — ἀρχαιολόγος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βαρελλά, Αγγελική — (Θεσσαλονίκη 1930 –). Αρχαιολόγος και λογοτέχνης. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, κυρίως την παιδική …   Dictionary of Greek

  • Λόρενς, Τόμας Έντουαρντ — (Thomas Edward Lawrence, Τρέμαντοκ, Ουαλία 1888 – Ντόρσετ 1935). Βρετανός αρχαιολόγος, στρατιωτικός και συγγραφέας, γνωστός ως Λόρενς της Αραβίας. Διεξήγαγε αρχαιολογικές έρευνες στη Γαλλία, στη Συρία, στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο, αλλά με… …   Dictionary of Greek

  • Μαρινάτος, Σπυρίδων — (Ληξούρι 1901 – Ακρωτήρι Θήρας 1974). Αρχαιολόγος. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1925 εκπόνησε τη διατριβή του Θαλασσογραφικαί παραστάσεις της κρητομυκηναϊκής τέχνης. Όταν ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του… …   Dictionary of Greek

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»