Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αρχαιολογικός

См. также в других словарях:

  • αρχαιολογικός — ή, ό (Α ἀρχαιολογικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαιολογία αρχ. εκείνος που γνωρίζει καλά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αρχαιολογία ή τα αρχαία μνημεία: Οι αρχαιολογικές έρευνες συνεχίζονται στη Σαντορίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βραυρών — Αρχαιολογικός τόπος στη νότια ακτή της Αττικής, στον κολπίσκο της Βραώνας, που διασχίζεται από τον μικρό ποταμό Εράσινο. Η Β. ανήκε στα 12 αρχαία κράτη της Αττικής. Αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ότι υπήρχε στη θέση αυτή οικισμός από τη… …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαιολογικῶς — ἀρχαιολογικός skilled in antiquarian lore adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιολογικώτεροι — ἀρχαιολογικός skilled in antiquarian lore masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Список объектов Всемирного наследия ЮНЕСКО в Греции — В списке Всемирного наследия ЮНЕСКО в Греческой Республике значится 17 наименований (на 2012 год), это составляет 1,6 % от общего числа (962 на 2012 год). 15 объектов включены в список по культурным критериям, причём 11 из них признаны… …   Википедия

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Константинополь — I (греческ. Κωνσταντινουπολις, древ. Βυζαντιον, латинск. Byzantium, древне русск. народн. Цареград, серб. Цариград, чеш. Cařihrad, польск. Carogród, турец. Станбол [произн. Стамбул или Истамбул], арабск. Константинийэ, итал. простонародное и у… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Газис, Антимос — Антимос Газис. Антимос Газис (греч. Άνθιμος Γαζής Милиес, Пелион 1758 г.  …   Википедия

  • arqueológico — ► adjetivo HISTORIA Que tiene relación con la arqueología: ■ ruinas arqueológicas. * * * arqueológico, a adj. Se aplica a los objetos antiguos que tienen interés para la arqueología y a lo relacionado con ellos o con la arqueología. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»