-
1 αρχαιοκαπηλία
[архэокапилиа] ουσ. Θ. торговля антикварными вещами.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρχαιοκαπηλία
См. также в других словарях:
αρχαιοκαπηλία — η η παράνομη εμπορία έργων αρχαίας τέχνης και η λαθραία εξαγωγή τους στο εξωτερικό: Μ όλα τα μέτρα που έχει πάρει το κράτος, η αρχαιοκαπηλία ακμάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχαιοκαπηλία — η η πράξη και η δράση του αρχαιοκάπηλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιοκάπηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Μυλωνά] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
αρχαιοκάπηλος — ο αυτός που εμπορεύεται παράνομα ή εξάγει λαθραία στο εξωτερικό έργα αρχαίας τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής». Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ανδρέα Μουστοξύδη. ΠΑΡ. αρχαιοκαπηλία] … Dictionary of Greek