-
1 αρρώστια
[арростья] ουσ. Θ. болезнь, недуг.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρρώστια
-
2 болезнь
болезн||ьж ἡ ἀρρώστια, ἡ ἀσθένεια, ἡ νόσος:заразная \болезнь ἡ μεταδοτική ἀσθένεια, ἡ κολλητική ἀρρώστια; хроническая \болезнь ἡ χρονία ἀσθένεια; \болезнь сердца ἡ καρδιακή πάθηση; перенести \болезнь περνῶ ἀρρώστια; оправиться от \болезньи γίνομαι καλά, ἀνακτώ τήν ὑγεία μου, ἀναρρωνύω; ◊ морская \болезнь ἡ ναυτία, ἡ ναυτίαση. -
3 болезнь
-и θ.ασθένεια, αρρώστια, νόσος•болезнь заразная болезнь μεταδοτική αρρώστια•
схватить -αρπάζω αρρώστια•
душевная болезнь ψυχασθένεια•
почек ασθένεια των νεφρών•
детские -и παιδικές αρρώστιες•
морская болезнь ναυτία, -αση.
εκφρ.- и роста – δυσκολίες στην ανάπτυξη (της παραγωγής, κοινωνικής ζωής κλπ.) -
4 болезнь
болезнь ж η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος ◇ морская \болезнь η ναυτία* * *жη αρρώστια, η ασθένεια, η νόσοςморска́я боле́знь — η ναυτία
-
5 заболевание
заболевание с 1) η αρρώστια, η ασθένεια 2) (болезнь ) η νόσος инфекционное \заболевание η μολυσματική νόσος* * *с1) η αρρώστια, η ασθένεια2) ( болезнь) η νόσοςинфекцио́нное заболева́ние — η μολυσματική νόσος
-
6 серьёзный
серьёзный σοβαρός; σπουδαίος (важный)' \серьёзныйая опасность ο σοβαρός κίνδυνος· \серьёзныйая болезнь η σοβαρή αρρώστια* * *σοβαρός; σπουδαίος ( важный)серьёзная опа́сность — ο σοβαρός κίνδυνος
серьёзная боле́знь — η σοβαρή αρρώστια
-
7 болезненность
-и θ.ασθένεια, αρρώστια• νοσηρότητα• πόνος, οδύνη•болезненность ребенка η αρρώστια του παιδιού•
болезненность укола ο πόνος της ένεσης.
-
8 скрутить
ρ.σ.μ.1. βλ. крутить (2 σημ.).2. (περι)τυλίγω.3. δένω•скрутить руки вора δένω τα χέρια του κλέφτη.
4. μτφ. υποτάσσω, δαμάζω, κάνω υποχείριο. || καταβάλλω• οδηγώ στο θάνατο•болезнь его -ла α) η αρρώστια τον έριξε κάτω. β) η αρρώστια του έφερε το τέλος.
|| εκτελώ στα γρήγορα, β ιαστ ικά•скрутить свадьбу κάνω το γάμο στα γρήγορα (κουκουλώνω).
στρίβομαι, κλώθομαι. -
9 хронический
επ.χρόνιος•που πάσχει από χρόνια αρρώστια•хронический больной ο παθιασμένος.
-
10 болезнь
η ασθένεια, η νόσος, το νόσημα, η αρρώστιαбазедова - мед. η εξόφθαλμος βρογχοκήλη, η Βασεδόβια νόσοςзаразная - μεταδοτική -, λοιμώδης -неизлечимая - ανία-τη/αγιάτρευτη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болезнь
-
11 заболевание
η νόσος, το νόσημα, η αρρώστια, η ασθένεια, грибковое - η μυκητίασηдекомпрессионное тех. - αποσυμπίεσηςинфекционное мед. - λοιμώδης -, μεταδοτική -профессиональное мед. - επαγγελματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заболевание
-
12 заразить
-
13 заразиться
-
14 а
а Iсоюз1. (при противопоставлении) καί:я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;2. (после отрицания) ἀλλα:я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;4. (при присоединении) καί:он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.а IIчастица разг ἔ, τί λές:пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.а IIIмежд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους! -
15 безнадежный
безнадежн||ыйприл ἀπελπιστικός, ἀνέλπιδος, ἄπελπις:\безнадежныйое положение ἡ ἀπελπιστική κατάσταση; \безнадежныйый больной ἀγιάτρευτα ἀρρωστος, πού ἔχει ἀνιατη ἀρρώστια. -
16 заболеваемостьние
заболеваемость||ниес τό ἀρρωστημα (состояние)! ἡ ἀρρώστια, τό νόσημα, ἡ νόσος (болезнь). -
17 запускать
запускать Iнесов, разг1. (бросать с силой) ρίχνω, ἐκοφένδονίζω, ἐκτοξεύω, ἐξαπολύω:\запускать камнем в окно́ ρίχνω πέτρα στό παράθυρο· \запускать спу́тник (ракету) ἐξαπολύω (или ἐκτοξεύω) δορυφόρο (πύραυλο)·2. (засовывать) χώνω:\запускать ру́ку в карман χώνω τό χέρι στήν τσέπη.запускать IIнесов (переставать за-ботиться) ἀμελώ, παραμελώ, παρατάω, ἐγκαταλείπω:\запускать хозяйство (болезнь) παραμελώ τό νοικοκυριό (τήν ἀρρώστια). -
18 заражаться
зараж||аться(чем-л.) μολύνομαι, κολλώ ἀρρώστια. -
19 изводить
изводи́||тьнесов разг1. (тратить) ©ξοδεύω, σπαταλώ:\изводить деньги на что́-л. ξοδεύω λεπτά γιά κάτι·2. (мучить, терзать) ἐξαντλώ, τσακίζω / παιδεύω, σταυρώνω, πιλατεύω (раздражать):болезнь меня изводит μέ τσακίζει ἡ ἀρρώστια· \изводить кого́-л. насмешками πιλατεύω κάποιον μέ τήν κοροϊδία· \изводить всех своими капризами παιδεύω ὀλους μέ τά καπρίτσια μου. -
20 нездоровый
нездоров||ыйприл1. (больной) ἀδιάθετος, ἀρρωστος:быть \нездоровыйым εἶμαι ἀρρωστος, δέν εἶμαι καλά·2. (вредный) ἀνθυγιεινός, νοσηρός:\нездоровый климат τό ἀνθυγιεινό κλίμα·3. перен ἀνώμαλος:\нездоровыйые отношения οἱ ἀνώμαλες σχέσεις· \нездоровыйая атмосфера ἡ νοσηρή ἀτμόσφαιρα \нездоровыйье с ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀρρώστια.
См. также в других словарях:
ἀρρωστία — ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc/acc dual ἀρρωστίᾱ , ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρώστια — η (AM ἀρρωστία) 1. η κακή κατάσταση της υγείας, η ασθένεια 2. η παρατεταμένη αδιαθεσία 3. η ηθική αδυναμία, η πτώση του φρονήματος ή το ελάττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. αρρώστια < αρχ. αρρωστία (< άρρωστος) ή υποχωρητικά, από το ρ. αρρωστώ] … Dictionary of Greek
ἀρρωστίᾳ — ἀρρωστίαι , ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρώστια — η ασθένεια, νόσος: Φυλάγεται, γιατί φοβάται πολύ τις αρρώστιες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρωστίας — ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem acc pl ἀρρωστίᾱς , ἀρρωστία weakness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίαι — ἀρρωστία weakness fem nom/voc pl ἀρρωστίᾱͅ , ἀρρωστία weakness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίαν — ἀρρωστίᾱν , ἀρρωστία weakness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδημική — Αρρώστια ή διαταραχή, η οποία υπάρχει συνεχώς σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό ή περιοχή … Dictionary of Greek
ἀρρωστιῶν — ἀρρωστία weakness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίαις — ἀρρωστία weakness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστίη — ἀρρωστία weakness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)