-
1 αρρωσταίνω
[арростэно] р.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρρωσταίνω
-
2 заболевать
αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заболевать
-
3 заболевать
заболевать, заболеть αρρωσταίνω, ασθενώ \заболевать гриппом αρρωσταίνω από γρίπη* * *= заболетьαρρωσταίνω, ασθενώзаболева́ть гри́ппом — αρρωσταίνω από γρίπη
-
4 переболеть
ρ.σ.1. αρρωσταίνω, ασθενώ•переболеть тифом αρρωσταίνω από τύφο.
|| μτφ. υποφέρω, πονώ.2. περνώ πολλές αρρώστειες. || (για όλους ή πολλούς) αρρωσταίνω•все дети -ли корью όλα τα παιδιά αρρώστησαν από ιλαρά.
εκφρ.переболеть сердцем – υποφέρω ψυχικά, καρδιο-σώνομαι, βασανίζεται η καρδιά μου (ανησυχώ πολύ, φοβούμαι υπερβολικά).-йтρ.σ. πονώ πολύ, έχω μεγάλο πόνο.εκφρ.душа -ла ή сердце -ло – ανησυχώ, φοβούμαι πάρα πολύ. -
5 болеть
I болеть I 1) (чём-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ 2) спорт., разг.: \болеть за кого-л. είμαι φίλαθλος ( κάποιου) II болеть II (испытывать боль) πονώ' что у вас \болетьйт? τι σας πονάει; у меня \болетьнт горло έχω τα λαιμά μου* * *I1) (чем-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ2) спорт., разг.IIболе́ть за кого́-л. — είμαι φίλαθλος (κάποιου)
( испытывать боль) πονώчто у вас боли́т? — τι σας πονάει
у меня́ боли́т го́рло — έχω τα λαιμά μου
-
6 заболеть
ρ.σ.1. αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ. || μου πονά, έχω πόνο•у меня -ела голова μου πόνεσε το κεφάλι.
2. αρχίζω ν’ αρρωσταίνω. -
7 занедужить
-
8 заболевать
заболеватьнесов, заболеть сов1. αρρωσταίνω·2. (о каком-л. органе) πονώ:у меня заболела голова μοῦ πόνεσε τό κεφάλι, μ' ἔπιασε πονοκέφαλος·3. (качать болеть) ἀρχίζω νά πονῶ. -
9 занемочь
занемочьсов ἀσθενώ, ἀρρωσταίνω, πέφτω ἄρρωστος (στό κρεββάτι). -
10 от
отпредлог с род. п.1. ἀπό:от Москвы до Афин ἀπό τήν Μόσχα ὡς τήν 'Αθήνα· я пришел от своей сестры ἡρθα ἀπό τήν ἀδελφή μου· от трех часов до пяти́ ἀπό τίς τρεϊς (ή ὠρα) ὡς τίς πέντε· письмо от 30-го августа ἐπιστολή ἀπό 30 Αυγούστου· страдать от жары ὑποφέρω ἀπό τήν ζέστη· петь от ра́дости τραγουδώ ἀπό τήν χαρά μου· заболеть от переутомления ἀρρωσταίνω ἀπό τήν ὑπερκόπωση· не уметь отличить черного от белого δέν μπορώ νά ξεχωρίσω τό μαύρο ἀπό τό ἄσπρο· т первого до последнего дия ἀπό τήν πρώτη ὡς τήν τελευταία μέρα· от мала до велика μικροί (καί) μεγάλοι·2. (при обозначении средства претив чего-л.) κατά, γιά:средство от зубной боли γιατρικό κατά τοῦ πονόδοντου, γιατρικό γιά τόν πονόδοντο·3. (при обозначении чего-л. как принадлежности, части и т. п, \от переводится род. п.):ру́чка от двери τό χεροῦλι τής πόρτας· ключ от замка τό κλειδί τής κλειδαριάς· ◊ день ото дия μέρα σέ μέρα· время от времени ἀπό καιρού είς καιρόν от чьего́-л. имени ἐξ ὁνόματος κάποιου· от всего́ сердца μέ ὀλη μου τήν καρδιά· от всей души μ' ὀλη μου τήν ψυχή· написанный от руки χειρόγραφος, γραμμένος μέ τό χέρι. -
11 разболеться
разболе||тьсясов1. (о ком-л.) ἀρρωσταίνω, ἀρρωστώ:он совсем \разболетьсялся ἀρρώστησε γιά καλά·2. (о чем-л.) πονώ:у меня голова \разболетьсялась μοῦ πόνεσε τό κεφάλι, μ' ἔπιασε πονοκέφαλος. -
12 расхвораться
расхворатьсясов ἀδιαθετώ, ἀρρωσταίνω. -
13 хворать
хворатьнесов разг ἀρρωσταίνω, ἀδιαθετώ, εἶμαι ἄρρωστος. -
14 заболевать
[ζαμπαλιβάτ'] ρ. αρρωσταίνω, πονώ -
15 разболеться
[ραζμπαλιέτσα] ρ. αρρωσταίνω -
16 хворать
[χβαράτ'] ρ. αρρωσταίνω -
17 заболевать
[ζαμπαλιβάτ'] ρ αρρωσταίνω, πονώ -
18 разболеться
[ραζμπαλιέτσα] ρ αρρωσταίνω -
19 хворать
[χβαράτ'] ρ αρρωσταίνω -
20 догулять
ρ.σ.μ.1. διασκεδάζω, γλεντώ τον υπόλοιπο χρόνο•догулять отпуск догулять и на работу θ'απογλεντήσω την άδεια καί μετά στη δουλιά.
2. ξοδεύω εντελώς•я -ял последние деньги ξόδεψα στα γλέντια και τα τελευταία χρήματα, ξεπαοαδιάστηκα στα γλέντια.
παραγλεντώ, παραδιασκεδάζω•догулять до простуды αρρωσταίνω από το πολύ γλέντι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αρρωσταίνω — αρρωσταίνω, αρρώστησα, αρρωστημένος βλ. πίν. 50 Σημειώσεις: αρρωσταίνω : η μτχ. αρρωστημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ νοσηρός) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρρωσταίνω — και αρρωστάω και αρρωστώ ησα, ημένος, αμτβ. 1. ασθενώ: Ως τα σήμερα δεν αρρώστησα ποτέ. 2. στενοχωρούμαι, υποφέρω: Όταν αντικρίζω αυτόν τον άνθρωπο, αρρωσταίνω. 3. μτβ., προκαλώ αρρώστια, στενοχώρια: Αυτός ο καιρός θα μας αρρωστήσει όλους. – Μ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρρωσταίνω — είμαι άρρωστος ή γίνομαι άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. αρρωστώ κατά τα ρ. σε αίνω*] … Dictionary of Greek
διπλαρρωσταίνω — και διπλαρρωστώ ( άω) 1. αρρωσταίνω για δεύτερη φορά, παθαίνω υποτροπή 2. αρρωσταίνω δύο φορές … Dictionary of Greek
προσαρρωστώ — έω, Α αρρωσταίνω περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀρρωστῶ «αρρωσταίνω»] … Dictionary of Greek
συναρρωστώ — έω, Α 1. αρρωσταίνω ή είμαι άρρωστος ταυτόχρονα με άλλον 2. μτφ. υποφέρω ψυχικά μαζί με άλλον, συμπάσχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρρωστῶ «αρρωσταίνω» (< ἄρρωστος)] … Dictionary of Greek
συνασθενώ — έω, Μ 1. αρρωσταίνω ταυτόχρονα με άλλον 2. μτφ. (για τους πιστούς που ανήκουν στο σώμα τής Εκκλησίας) συμπάσχω, συμμετέχω στον πόνο τού συνανθρώπου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσθενῶ «αρρωσταίνω, είμαι αδύνατος» (< ἀσθενής)] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia