-
1 αρμονία
[армониа] ουσ. Θ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρμονία
-
2 гармония
гармонияж1. (благозвучие) ἡ εὐφω-νία/ муз. ἡ ἀρμονία·2. (согласованность, соответствие) ἡ ἀρμονία, ἡ συμφωνία/ ἡ ὁμοφωνία, ἡ ὁμόνοια (единомыслие). -
3 стройность
стройн||остьж1. ἡ καλή κορμοστασία (человека, фигуры)! ἡ ἀρμονία, ἡ ἐπιβλη-τικότητα [-ης] (здания и т. ἡ.)·2. (звуков; тж. перен) ἡ ἀρμονα:\стройность мыслей ἡ ἀρμονία τών ιδεών. -
4 гармоничность
η αρμονικότητα, η αρμονία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гармоничность
-
5 гармония
η αρμονία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гармония
-
6 созвучие
1. муз. η αρμονία, η συνήχηση 2. литер. η συνήχηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > созвучие
-
7 унисон
η ομοηχίαη αρμονίαв - εν ομοφωνία, εν συμφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > унисон
-
8 благозвучие
благозву́ч||ие, благозву́ч||ностьс, ж ἡ ἀρμονία, ἡ εὐφωνία. -
9 благозвучность
благозву́ч||ие, благозву́ч||ностьс, ж ἡ ἀρμονία, ἡ εὐφωνία. -
10 лад
ладм1. (согласие, мир) ἡ ἀρμονία, ἡ συμφωνία, ἡ ὁμόνοια:жить в \ладу́ ζῶ ἐν ὁμονοία· не в \ладах σέ διχόνοια· петь в \лад τραγουδώ ἀρμονικά·2. (способ, манера) разг ὁ τρόπος:на новый \лад μέ καινούργιο τρόπο· на ра́зные \лады μέ διαφορετικούς τρόπους·3. муз. ὁ τρόπος, ὁ τόνος:мажорный \лад ὁ μείζων τόνος, ὁ μείζων τρόπος, τό μαζόρε· минорный \лад ὁ ἐλασσον τόνος, ὁ ἐλάσσων τρόπος, τό μινόρε·4. (гармоники и т. ἡ.) τό πλήκτρο[ν]· ◊ дело идет на \лад ἡ δουλειά στρώνει. -
11 ладно
ладно1. нареч (мирно) разг σέ ἀρμονία, ἐν ὀμονοία·2. нареч (удачно, хорошо) καλά, ἐν τάξει·3. частица (хорошо, пускай) разг καλα, ἐν τάξει, σύμφωνοι:\ладно, это я быстро сделаю σύμφωνοι, θά τό κάνω γρήγορα. -
12 благозвучие
[μπλαγκαζβούτσιιε] ουσ. ο. αρμονία -
13 гармония
[γκαρμόνιγια] ουσ. θ. αρμονία -
14 лад
[λάτ] ουσ. α αρμονία -
15 ладно
[λάντνα] εκίρ. σε αρμονία, εν ομονοία -
16 стройность
[στρόϊναστ"] ουσ. θ. αρμονία* -
17 concordance
French\ \ concordanceGerman\ \ KonkordanzDutch\ \ concordantieItalian\ \ concordanzaSpanish\ \ concordanciaCatalan\ \ concordànciaPortuguese\ \ concordânciaRomanian\ \ -Danish\ \ konkordansenNorwegian\ \ konkordansenSwedish\ \ konkordansGreek\ \ αρμονίαFinnish\ \ (järjestyksien) yhtäpitävyysHungarian\ \ konkordanciaTurkish\ \ uyumEstonian\ \ kooskõlaLithuanian\ \ atitiktisSlovenian\ \ skladnostiPolish\ \ zgodnośćRussian\ \ согласованностьUkrainian\ \ згідність; відповідність; конкордансSerbian\ \ подударност; конкорданцијаIcelandic\ \ samræmiEuskara\ \ komunztaduraFarsi\ \ h mah ngiPersian-Farsi\ \ هماهنگيArabic\ \ وفاقAfrikaans\ \ ooreenstemmingChinese\ \ 一 致 性 , 协 调 性Korean\ \ 부합성, 일치성 -
18 благозвучие
[μπλαγκαζβούτσιιε] ουσ ο αρμονία -
19 гармония
[γκαρμόνιγια] ουσ θ αρμονία -
20 лад
[λάτ] ουσ α αρμονία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἁρμονία — ἁρμονίᾱ , ἁρμονία means of joining fem nom/voc/acc dual ἁρμονίᾱ , ἁρμονία means of joining fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονία — Ἁρμονίᾱ , Ἁρμονίη fem nom/voc/acc dual Ἁρμονίᾱ , Ἁρμονίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονίᾳ — Ἁρμονίᾱͅ , Ἁρμονίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… … Dictionary of Greek
ἁρμονίᾳ — ἁρμονίαι , ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμονία — η 1. μουσική συμφωνία. 2. ομόνοια, σύμπνοια: Στο αντρόγυνο αυτό δεν υπάρχει αρμονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
.αρμονίας — ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem acc pl ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίας — ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem acc pl ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίαι — ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονιάων — ἁρμονιά̱ων , ἁρμονία means of joining fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίαν — ἁρμονίᾱν , ἁρμονία means of joining fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)