Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αρκετά

  • 1 αρκετά

    [аркега] εκίρ достаточно, довольно.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρκετά

  • 2 довольно

    επίρ.
    1. ικανοποιητικά, με ικανοποίηση•

    довольно улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση.

    2. (ως κατηγ.) είναι αρκετό•

    с тебя этого и довольно για σένα αυτό είναι αρκετό.

    3. αρκετά, επαρκώς•

    довольно поздно αρκετά αργά•

    довольно красивая αρκετά όμορφη•

    довольно хорошо αρκετά καλά•

    -молод αρκετά νέος•

    прошло уже довольно времени πέρασε πιά αρκετός καιρός.

    4. φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα•

    довольно бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνει! αρκετά!•

    довольно ли с вас этих денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν; σας αρκούν;•

    тушь за глаза довольно έχει αρκετή θαμπο-μάρα ή τυφλαμάρα•

    довольно об этом φτάνει γι' αυτό να μιλάμε σταμάτα την κουβέντα.

    Большой русско-греческий словарь > довольно

  • 3 довольно

    довольно 1. нареч. αρκετά· сегодня \довольно холодно (жарко) σήμερα κάνει αρκετά κρύο ( ζέστη) 2. предик, (достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκεί· \довольно! φτάνει πια!
    * * *
    1. нареч.

    сего́дня дово́льно хо́лодно (жа́рко) — σήμερα κάνει αρκετά κρύο (ζέστη)

    2. предик.
    ( достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκεί

    дово́льно! — φτάνει πια!

    Русско-греческий словарь > довольно

  • 4 довольно

    довольно I
    нареч
    1.прил и нареч) ἀρκετά, ἐπαρκώς:
    я чу́вствую себя́ \довольно хорошо́ αἰσθάνομαι τόν ἐαυτόν μου ἀρκετά καλά· \довольно красивый ἀρκετά δμο-ρφος·
    2. (достаточно) ἀρκετά, ἀρκεί, φθάνει:
    с меня и этого \довольно γιά μένα αὐτό εἶναι ἀρκετό· \довольно, мне это надоело1 φτάνει! βαρέθηκα!· \довольно говорить об э́том! φτάνει (νά μιλάμε) γι· αὐτό!
    довольно II
    нареч μέ Ικανοποίηση, ικανοποιημένος:
    он \довольно улыбался χαμογελούσε μέ Ικανοποίηση.

    Русско-новогреческий словарь > довольно

  • 5 достаточно

    достаточн||о
    1. нареч ἀρκετά, ἐπαρκές, ἀρκούντως:
    \достаточно сильный ἀρκετά δυνατός· ^ хорошо́ ἀρκετά καλά·
    2. предик безл ἀρκεΐ, φθάνει, εἶναι ἀρκετό[ν]:
    \достаточно взгляну́ть, чтобы... φτάνει νά ρίξεις μιά ματιά γιά νά...· \достаточно было одного́ сло́-ва ·· μιά λέξη ἐφτανε γιά νά...

    Русско-новогреческий словарь > достаточно

  • 6 недурной

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    όχι άσχημος, αρκετά καλός•

    -ые манеры όχι άσχημοι τρόποι•

    недурной голос, αρκετά καλή φωνή.

    || αρκετά όμορφος ελκυστικός, γοητευτικός.

    Большой русско-греческий словарь > недурной

  • 7 порядочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. έντιμος, τίμιος, χρηστός αξιοπρεπής. || παλ. ευγενής, ευγενικός.
    2. ικανοποιητικός, αρκετά καλός.
    3. αρκετά μεγάλος σημαντικός•

    -ое состояние αρκετά μεγάλη περιουσία.

    || πολύ μεγάλος•

    порядочный бездельник τεμπέλαρος, -λχανάς.

    Большой русско-греческий словарь > порядочный

  • 8 достаточно

    достаточно αρκετά, φτάνει' этого \достаточно φτάνει πια
    * * *
    αρκετά, φτάνει

    э́того доста́точно — φτάνει πια

    Русско-греческий словарь > достаточно

  • 9 немало

    немало όχι λίγο, αρκετά
    * * *
    όχι λίγο, αρκετά

    Русско-греческий словарь > немало

  • 10 изрядный

    изрядн||ый
    прил πολύς, σημαντικός, ἀρκετά μεγάλος:
    \изрядныйая су́мма σημαντικό (ΐοσό· \изрядныйое расстояние ἀρκετά μεγάλη ἀπόσταση.

    Русско-новогреческий словарь > изрядный

  • 11 порядочный

    порядочн||ый
    прил
    1. (честный) ἔντιμος, τίμιος, χρηστός:
    \порядочныйый человек <! ἔντιμος ἄνθρωπος, ὁ τίμιος ἄνθρωπος· 2, (довольно хороший) ἀρκετά·
    3. (довомнс большой) σημαντικός, ἀρκετά μεγάλος.

    Русско-новогреческий словарь > порядочный

  • 12 весьма

    επίρ.
    πολύ, αρκετά•

    весьма рад χαίρω πολύ•

    весьма хорошо αρκετά καλά.

    Большой русско-греческий словарь > весьма

  • 13 достаточно

    επίρ.
    1. αρκετά, επαρκώς•

    сильный αρκετά δυνατός.

    || σημαντικά.
    2. ως κατηγ. φτάνει, αρκεί, είναι αρκετό•

    этого для меня достаточно αυτό για μένα φτάνει, μου είναι αρκετό•

    -взглянуть, напомнить, сказать αρκεί να ρίξεις μια ματιά, να υπενθυμίσεις, να πεις.

    Большой русско-греческий словарь > достаточно

  • 14 недурно

    επίρ.
    ως κατηγ. όχι άσχημα αρκετά καλά•

    он рисует недурно αυτός ζωγραφίζει αρκετά καλά.

    || απρόσ. δεν εμποδίζει, δε βλάπτει καλό θα είναι, δε θα είναι άσχημα.

    Большой русско-греческий словарь > недурно

  • 15 немало

    επίρ.
    1. όχι λίγο• αρκετά• κανονικά.
    2. πολύ αρκετά δυνατά.

    Большой русско-греческий словарь > немало

  • 16 немалый

    επ., βρ: -мал, -мала, -мало.
    όχι μικρός, όχι λίγος• αρκετά μεγάλος• σημαντικός•

    истратить -ые деньги ξοδεύω αρκετά χρήματα•

    немалый труд αρκετή δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > немалый

  • 17 неплохо

    επίρ.
    όχι άσχημα αρκετά καλά•

    они выглядит неплохо αυτή έχει αρκετά καλή όψη•

    это -сказано αυτό καλά ειπώθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > неплохо

  • 18 порядком

    επίρ.
    1. αρκετά, επαρκώς πολύ γερά κανονικά•

    порядком я устал αρκετά κουράστηκα•

    его поколотили порядком τον ξυλοκόπησαν γερά.

    2. όπως χρειάζεται (πρέπει, αρμόζει), δεόντως.

    Большой русско-греческий словарь > порядком

  • 19 прогреть

    ρ.σ.μ. θερμαίνω, ζεσταίνω αρκετά• καίω•

    прогреть комнату θερμαίνω το δωμάτιο•

    прогреть печь καίω το φούρνο.

    θερμαίνομαι ζεσταίνομαι αρκετά.

    Большой русско-греческий словарь > прогреть

  • 20 утолочь

    утолку, утолчшь, утолкут, παρλθ. χρ. утолок, утолкла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утолченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ. (απλ.) κοπανίζω τελείως ή αρκετά.
    κοπανίζομαι τελείως ή αρκετά.

    Большой русско-греческий словарь > утолочь

См. также в других словарях:

  • ἀρκετά — ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc pl ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc/acc dual ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»