-
1 αργοτέρα
ἀργοτέρᾱ, ἀργός 1shining: fem nom /voc /acc comp dualἀργοτέρᾱ, ἀργός 1shining: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱ, ἀργός 2not working the ground: fem nom /voc /acc comp dualἀ̱ργοτέρᾱ, ἀργός 2not working the ground: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱ, ἀργός 2not working the ground: fem nom /voc /acc comp dualἀ̱ργοτέρᾱ, ἀργός 2not working the ground: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἀργοτέρᾱͅ, ἀργός 1shining: fem dat comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱͅ, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱͅ, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
2 αργότερα
ἀργός 1shining: neut nom /voc /acc comp plἀ̱ργότερα, ἀργός 2not working the ground: neut nom /voc /acc comp plἀ̱ργότερα, ἀργός 2not working the ground: neut nom /voc /acc comp pl -
3 ἀργότερα
ἀργός 1shining: neut nom /voc /acc comp plἀ̱ργότερα, ἀργός 2not working the ground: neut nom /voc /acc comp plἀ̱ργότερα, ἀργός 2not working the ground: neut nom /voc /acc comp pl -
4 ἀργοτέρα
Βλ. λ. αργοτέρα -
5 ἀργοτέρᾳ
Βλ. λ. αργοτέρα -
6 αργότερα
επίρρ.1) (по)позже, впоследствии; после; 2) медленнее -
7 αργότερα
-
8 αναβάλλω για αργότερα
-
9 αργοτέρας
ἀργοτέρᾱς, ἀργός 1shining: fem acc comp plἀργοτέρᾱς, ἀργός 1shining: fem gen comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱς, ἀργός 2not working the ground: fem acc comp plἀ̱ργοτέρᾱς, ἀργός 2not working the ground: fem gen comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱς, ἀργός 2not working the ground: fem acc comp plἀ̱ργοτέρᾱς, ἀργός 2not working the ground: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
10 ἀργοτέρας
ἀργοτέρᾱς, ἀργός 1shining: fem acc comp plἀργοτέρᾱς, ἀργός 1shining: fem gen comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱς, ἀργός 2not working the ground: fem acc comp plἀ̱ργοτέρᾱς, ἀργός 2not working the ground: fem gen comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱς, ἀργός 2not working the ground: fem acc comp plἀ̱ργοτέρᾱς, ἀργός 2not working the ground: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
11 αφήνω
(αόρ. άφηκα, αφήκα и άφησα, παθ. αόρ. αφέθηκα) μετ.1) выпускать, отпускать;αφήνω να πέσει κάτι — выпускать из рук, ронять;
2) выпускать, отпускать, освобождать;αφήνω ελεύθερο — или αφήνω να βγεί — выпускать на свободу, освобождать;
αφήνω κάποιον ελεύθερο — освобождать кого-л. (из тюрьмы и т. п.);
άφησε τον καημό του να ξεσπάσει он дал выход своему горю;μην τον αφήσεις (να φύγει) не отпускай его, не разрешай ему уйти; 3) ставить, класть;αφήνω κάτω κάτι
ставить на землю что-л.;αφήνω κάτι κάπου — класть что-л, на место;
4) выпускать, упускать;αφήνω να μού ξεφύγει ( — или διαφύγει) κάτι — упустить что-л, из виду;
μην αφήσεις την ευκαιρία не упускай случая;5) выпускать, испускать;αφήνω μιά φωνή — вскрикнуть;
6) перен. пускать, позволять, разрешать;άφησε με να περάσω позволь мне пройти; 7) оставлять, покидать; расставаться (с кем-чем-л.); бросать (человека, дело и т. п.);αφήν τό πόστο μου — оставлять свой пост;
άφησε το παιδί του στην κούνια δυό χρονών он расстался со своим ребёнком, когда тому было два года;αφήνω στην τύχη — или αφήνω ερμαιο της τύχης — бросить на произвол судьбы;
αφήνω την γυναίκα μου — бросать жену;
αφήν στο δρόμο — оставлять беззащитными, беспомощными;
τό άφησε στη μέση он не довёл это до конца;αφήνω τό ζήτημα άλυτο — оставить вопрос нерешённым;
τα χαράματα αφήσαμε το χωριό на рассвете мы покинули деревню;8) оставлять (кому-л. что-л.); τα 'φάγε όλα, τίποτε δεν άφησε а) он всё съел, ничего не оставил; б) он промотал, протратил всё без остатка;αφήνω σ'άνάμνηση — оставлять на память;
9) оставлять, завещать;άφησε στα παιδιά του πολλά χρήματα он оставил своим детям много денег; 10) оставлять, доверять, поручать;αφήνω κάποιον στο πόδι μου — назначить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. вместо себя;
μου άφησε το παιδί του он мне оставил своего ребёнка;11) уступать в цене; продавать со скидкой; 12) оставить в стороне, обойти; δεξιά αφήσαμε το ποτάμι река осталась с правой стороны; 13) приносить, давать доход;τό μαγαζί δεν αφήνει τίποτε — магазин не приносит дохода;
14) дать срок, время; отсрочить, отложить;άφησε με να σκεφθώ дай мне подумать; άφησε το γράψιμο γι' αργότερα отложи письмо на более позднее время; 15) бросать, переставать; отказываться (от чего-л.);αφήν τό πιοτό (τον καπνό) — бросать пить (курить);
δεν τ' άφησ' ακόμα τα δικά του он ещё не отказался от своих привычек;αφήστε τ' αστεία бросьте шутить; шутки в сторону; 16) (в формулах прощания):σ' αφήν την καλή νυχτιά — уходя, желаю тебе доброй ночи;
αφήνω γεια — я прощаюсь, до свидания;
αφήνω γεια της φτώχειας — распрощаться с бедностью;
§ αφήνω τα γένεια μου — отпускать бороду;
αφήνω πού... — не говоря о том, что...;
αφήνω κάποιον στον τόπο — убить, уложить кого-л. на месте;
αφήνω κατά μέρος ( — или στη μπάντα) — а) оставить в стороне; — б) отложить;
αφήνω χρήματα στη μπάντα — откладывать, копить деньги;
αφήνω στην ίδια τάξη — оставить на второй Год;
αφήνω πίσω — оставить позади;
αφήνω την εντύπωση — оставить впечатление;
μ' αφήνει γεια το παντελόνι — брюки уже износились;
ο πάππους μας άφησε χρόνους (или γεια) дедушка приказал долго жить;οπως διαβάζει αφήνει τα μισά — читая, он половину пропускает;
αφησέ τό! оставь!, брось!;αφήστε τα! оставьте!, бросьте!; άφησε με ήσυχο или άφησε με, σε παρακαλώ оставь меня в покое; ας τ' αφήσουμε αυτά оставим это;δεν τον αφήνεις! — оставь его, не трогай его;
1) — доверяться (кому-л.), полагаться (на кого-л.);αφήνομαι
αφήνομαι σε σας — или αφήνομαι επάνω σας — я на вас полагаюсь;
δεν πρέπει ν' αφήνεται κανείς στη λύπη — не нужно поддаваться горю;
αφήνομαι στην απόφαση σας — я заранее согласен с вашим решением, поступайте по своему усмотрению;
2) демобилизоваться -
12 αργοτέραις
ἀργός 1shining: fem dat comp plἀργοτέρᾱͅς, ἀργός 1shining: fem dat comp pl (attic)ἀ̱ργοτέραις, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp plἀ̱ργοτέρᾱͅς, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp pl (attic)ἀ̱ργοτέραις, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp plἀ̱ργοτέρᾱͅς, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp pl (attic) -
13 ἀργοτέραις
ἀργός 1shining: fem dat comp plἀργοτέρᾱͅς, ἀργός 1shining: fem dat comp pl (attic)ἀ̱ργοτέραις, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp plἀ̱ργοτέρᾱͅς, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp pl (attic)ἀ̱ργοτέραις, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp plἀ̱ργοτέρᾱͅς, ἀργός 2not working the ground: fem dat comp pl (attic) -
14 αργοτέραν
ἀργοτέρᾱν, ἀργός 1shining: fem acc comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱν, ἀργός 2not working the ground: fem acc comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱν, ἀργός 2not working the ground: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
15 ἀργοτέραν
ἀργοτέρᾱν, ἀργός 1shining: fem acc comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱν, ἀργός 2not working the ground: fem acc comp sg (attic doric aeolic)ἀ̱ργοτέρᾱν, ἀργός 2not working the ground: fem acc comp sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀργοτέρα — ἀργοτέρᾱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc comp dual ἀργοτέρᾱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱ , ἀργός 2 not working the ground fem nom/voc/acc comp dual ἀ̱ργοτέρᾱ , ἀργός 2 not working the ground fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργοτέρᾳ — ἀργοτέρᾱͅ , ἀργός 1 shining fem dat comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱͅ , ἀργός 2 not working the ground fem dat comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱͅ , ἀργός 2 not working the ground fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργότερα — βλ. αργά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργότερα — ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc comp pl ἀ̱ργότερα , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc comp pl ἀ̱ργότερα , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργοτέρας — ἀργοτέρᾱς , ἀργός 1 shining fem acc comp pl ἀργοτέρᾱς , ἀργός 1 shining fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱς , ἀργός 2 not working the ground fem acc comp pl ἀ̱ργοτέρᾱς , ἀργός 2 not working the ground fem gen comp sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργοτέραν — ἀργοτέρᾱν , ἀργός 1 shining fem acc comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱν , ἀργός 2 not working the ground fem acc comp sg (attic doric aeolic) ἀ̱ργοτέρᾱν , ἀργός 2 not working the ground fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek