-
1 αργυρώνω
[аргироно] р. серебритьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αργυρώνω
-
2 засеребрить
(επ)αργυρώνω, ασημώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засеребрить
-
3 серебрение
η επαργύρωση, η επικάλυψη/επίστρωση με άργυρο, -ить ασημώνω, ασημοκαπνίζω, (επ)αργυρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серебрение
-
4 серебрицстыйть
серебри́цстый||тьнесов ἀσημώνω, ἀσημοκαπνίζω, ἀργυρώνω, ἐπαργυ-ρώνω, ἀργυρώ. -
5 засеребрить
-
6 осеребрить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осеребренный, βρ: -рен, -рена, -рею.1. ασημώνω, αργυρώνω, προσδίνω ασημένιο χρώμα.2. παλ. δωρίζω χρήματα (αργύρια).ασημώνομαι, αργυρώνομαι, παίρνω ασημένιο χρώμα. -
7 серебрить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. серебренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.δ.μ.(επ)αργυρώνω, ασημώνω, ασημοκαπνίζω.1. (επ)αργυρώνομαι, ασημώνομαι, ασημοκαπνίζομαι.2. αργυρίζω, λάμπω σαν ασήμι. || γίνομαι αργυρόχρωμος, αργυροειδής, ασημής.
См. также в других словарях:
αργυρώνω — (AM ἀργυρῶ όω) επαργυρώνω αρχ. ( ούμαι) (για πρόσωπα) ανταμείβομαι με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος. ΠΑΡ. αργύρωμα. ΣΥΝΘ. εξαργυρώνω ( ώ), επαργυρώνω ( ώ) αρχ. διαργυρώ, εναργυρώ, καταργυρώ, υπαργυρώ αρχ. μσν. περιαργυρώ νεοελλ. επαργυρώνω] … Dictionary of Greek
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek