-
1 απωλεια
-
2 απώλεια
-
3 απώλεια
ἡ απώλεια (по)гибель -
4 ἀπώλεια
{сущ., 20}разрушение, уничтожение, гибель, погибель, трата, пагуба. Мф. 7:13; 26:8; Мк. 14:4; Ин. 17:12; Деян. 8:20; 25:16; Рим. 9:22; Флп. 1:28; 3:19; 2Фес. 2:3; 1Тим. 6:9; Евр. 10:39 2Пет. 2:1-3; 3:7, 16; Откр. 17:8, 11. LXX: 6 ( דבא), 343 (דיאֵ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπώλεια
-
5 απώλεια
{сущ., 20}разрушение, уничтожение, гибель, погибель, трата, пагуба. Мф. 7:13; 26:8; Мк. 14:4; Ин. 17:12; Деян. 8:20; 25:16; Рим. 9:22; Флп. 1:28; 3:19; 2Фес. 2:3; 1Тим. 6:9; Евр. 10:39 2Пет. 2:1-3; 3:7, 16; Откр. 17:8, 11. LXX: 6 ( דבא), 343 (דיאֵ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απώλεια
-
6 ἀπώλεια
разрушение, уничтожение, (по)гибель, трата, пагуба; LXX: (אבד), (איד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπώλεια
-
7 ἀπώλεια
тратарасплата гибельΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπώλεια
-
8 απώλεια
[аполиа] ουσ θ потеря, убыток. -
9 αφανισμος
ὅ1) уничтожение, истребление(ἀπώλεια καὴ ἀ. Polyb.; τῶν πόλεων αὐτάνδρων Diod.)
2) похищение (sc. τοῦ νεανίσκου Luc.)3) убыль, ущерб(οἱ ἀφανισμοὴ τῆς σελήνης Plut.)
-
10 επαγρυπνεω
1) бодрствовать Luc., Plut.2) выжидать -
11 νυσταζω
(aor. ἐνύστασα и ἐνύσταξα)1) сонно покачиваться, опускать в дремоте голову, дремать Plut., NT.2) перен. дремать, быть сонливым, ленивым или невнимательным, небрежным(ὅ νυστάζων καὴ ἀμαθές φύσει Plat.; ἥ ἀπώλεια αὐτῶν οὐ νυστάζει NT.)
-
12 ανεπανόρθωτος
η, ο [ος, ον ]1) непоправимый, неисправимый;ανεπανόρθωτοςη απώλεια — невозвратимая потеря;
2/ неисправленный, непоправленный -
13 δεινός
-
14 684
{сущ., 20}разрушение, уничтожение, гибель, погибель, трата, пагуба. Мф. 7:13; 26:8; Мк. 14:4; Ин. 17:12; Деян. 8:20; 25:16; Рим. 9:22; Флп. 1:28; 3:19; 2Фес. 2:3; 1Тим. 6:9; Евр. 10:39 2Пет. 2:1-3; 3:7, 16; Откр. 17:8, 11. LXX: 6 ( דבא), 343 (דיאֵ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 684
См. также в других словарях:
ἀπωλεία — ἀπωλείᾱ , ἀπώλεια destruction fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείᾳ — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώλεια — destruction fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek
απώλεια — η χάσιμο, ζημιά: Μεγάλη απώλεια για σας ο θάνατος του πατέρα σας· στον πληθ. απώλειες, οι το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων σε μια μάχη ή σ έναν πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπωλείας — ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem acc pl ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαι — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαις — ἀπώλεια destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείης — ἀπώλεια destruction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃ — ἀπώλεια destruction fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃσι — ἀπώλεια destruction fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)