Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απόμακρος

  • 1 απόμακρος

    [апомакрос] εκ. отдалённый.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απόμακρος

  • 2 далёкий

    I далёкий и далеко) μακρύτερα, παραπέρα, παρακάτω пойдёмте \далёкий πάμε παρακάτω 2. нареч. (потом) ύστερα, κατόπιν), μετά а \далёкий что? κ'ύστερα; II далёкий μακρινός, απομακ ρισμένος, απόμακρος
    * * *
    μακρινός, απομακρισμένος, απόμακρος

    Русско-греческий словарь > далёкий

  • 3 глухой

    επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.
    1. κουφός, κωφός•

    глухой от рождения κουφός γεννητάτος.

    || μτφ. αδιάφορος•

    он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.

    2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•

    -ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.

    3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.
    4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•

    -ая улица νεκρή οδός.

    5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.
    6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).
    εκφρ.
    -ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•
    - ая дверь – ψευτόπορτα•
    - ое окно – ψευτοπαράθυρο•
    - ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•
    - ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•
    - согласный – άηχο σύμφωνο•
    - ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•
    глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής.

    Большой русско-греческий словарь > глухой

  • 4 дальний

    επ..
    1. μακρινός•

    -ее расстояние μακρινή απόσταση•

    -ее плавание υπερπόντιος πλους, ωκεανοπλοΐα ή μακρινό ταξίδι.

    2. απομακρυσμένος, απόμακρος, αλαργινός•

    -ие деревни απομακρυσμένα χωριά•

    в -ие временагота παλιά χρόνια, τον παλιό καιρό.

    3. (γιά συγγένεια) μακρινός•

    дальний родственник μακρινός συγγενής•

    они -яя родня αυτοί είναι μακρινοί συγγενείς•

    -ее родство μακρινή συγγένεια.

    4. παλ. έξυπνος, οξυδερκής νους, τετραπέρατος•

    человек он -го ума του κόβει πολύ το μυαλό•

    он не из -их δεν είναι από εκείνους τους έξυπνους.

    εκφρ.
    без -их слов, разговоров, околичностей – χωρίς μακρολογίες, κουβέντες, περιστροφές.

    Большой русско-греческий словарь > дальний

  • 5 отдалённый

    επ. από μτχ.
    μακρινός, αλαργινός απόμακρος απομακρυσμένος•

    отдалённый край απομακρυσμένη.περιοχή•

    -ые времена παλαιά χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι•

    -ая древность η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα•

    -ое будущее το απώτατο μέλλον•

    -ое прошлое το μακρινό παρελθόν•

    -ое родство μακρινή συγγένεια•

    отдалённый родственник μακρινός συγγενής.

    || απόκεντρος. || ελάχιστος, ασήμαντος•

    -ое сходство ελάχιστη ομοιότητα.

    || αποξενωμένος αδιάφορος.

    Большой русско-греческий словарь > отдалённый

  • 6 отъезжий

    επ. παλ. απόμακρος, απομακρυσμένος (από την αγροικία)•

    -ие угодья απομακρυσμένα κτήματα•

    - ее поле παλ. απομακρυσμένη αγροτική έκταση (κυρίως για κυνήγι).

    Большой русско-греческий словарь > отъезжий

  • 7 удалённый

    επ. από μτχ.
    απόμακρος, απομακρυσμένος, μακρινός, αλαργινός•

    -ые места απομακρυσμένα μέρη.

    Большой русско-греческий словарь > удалённый

См. также в других словарях:

  • απόμακρος — η, ο Ι. μακρινός, απομακρυσμένος II. επίρρ. απόμακρα 1. από μακριά, από μεγάλη απόσταση 2. μακριά, σε μεγάλη απόσταση 3. με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς …   Dictionary of Greek

  • απόμακρος — η, ο επίρρ. α μακρινός, αλαργινός: Απόμακρα ακούγονταν φωνές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαργινός — ή, ό [αλάργα] μακρινός, απόμακρος …   Dictionary of Greek

  • μακρινός — (Marcus Opellius Severus Macrinus, 164 – Βιθυνία 218 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (217 218), μαυριτανικής καταγωγής. Το 212 έγινε έπαρχος. Λέγεται ότι οργάνωσε τη δολοφονία του Καρακάλλα (217), γεγονός που επαληθεύεται και από την ανακήρυξή του σε …   Dictionary of Greek

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

  • προσεγγίζομαι — προσεγγίζομαι, προσεγγίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: προσεγγίζομαι : κυρίως με τις έννοιες → μεπλησιάζει κάποιος (π.χ. είναι απόμακρος άνθρωπος, δεν προσεγγίζεται εύκολα) ή → εξετάζομαι με ορισμένο τρόπο (π.χ. το ζήτημα προσεγγίζεται από πολιτική …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανάμερος — η, ο επίρρ. α απόμερος, απόμακρος: Το χτήμα ήταν καλό, αλλά σε τόπο ανάμερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακρινός — ή, ό 1. απομακρυσμένος, απόμακρος: Ζούσε σε μια μακρινή χώρα. 2. που απέχει χρονικά, ο πολύ παλιός: Αυτά γινόταν μόνο σε μακρινές εποχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»