-
1 depuis
από -
2 od
από -
3 podle
από -
4 by
από -
5 from
από -
6 of
από -
7 than
από -
8 obok
από -
9 od
από -
10 poprzez
από -
11 nereli
από που είναι, από που κατάγεται -
12 бетонный
από σκυρόδεμα/μπετόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бетонный
-
13 жестяной
από λευκοσίδηρο, λευκοσιδε-ρένιος, τενεκεδένιοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жестяной
-
14 иногородний
από άλλη πόλη, ξένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иногородний
-
15 командировать
(απο)στέλλω σε επαγγελματικό ταξίδιστέλνω σε αποστολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > командировать
-
16 ржаной
από σίκαλη/βρίζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ржаной
-
17 сзади
από πίσω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сзади
-
18 слева
από τα αριστερά, αριστερόθενРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слева
-
19 снаружи
από έξω, έξωθεν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снаружи
-
20 снизу
από κάτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снизу
См. также в других словарях:
ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπό — ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)