-
1 απωθώ
[алого] ρ. отталкивать, отражать врага,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απωθώ
-
2 отталкивать
απωθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отталкивать
-
3 отталкивать
отталкива||тьнесов1. ἀπωθῶ, σπρώχνω, σκουντώ·2. перен ἀπωθώ, ἀποκρούω. -
4 оттеснить
оттеснитьсов, оттеснять несов ἀπωθω:\оттеснить неприятеля ἀπωθώ τόν ἐχθρό. -
5 оттеснить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттеснённый, βρ: -нён, нена, -нено απωθώ, εξωθώ, ξεσκουντώ, αμπώχνω•толпа его -ла с трибуны ο όχλος τον πέταξε κάτω από το βήμα•
-неприятеля απωθώ τον εχθρό.
|| μτφ. απομακρύνω, διώχνω, αποπέμπω. -
6 сбросить
ρ.σ.μ.1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•
сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.
|| απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•
сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.
2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•
сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.
|| μτφ. αποβάλλω, διώχνω•сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•
сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.
3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•сбросить давление κατεβάζω την πίεση•
сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.
4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.
-
7 отражать
1. (звук) αντηχώ, απηχώ 2. (свет) αντανακλώ, κατοπτρίζω 3. (отображать, воспроизводить) απεικονίζω 4. (отбить ответным ударом) αποκρούω, απωθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отражать
-
8 расталкивание
η απώθηση, το σπρώξιμο-ть απωθώ, σπρώχνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расталкивание
-
9 вытеснить
вытеснитьсов, вытеснять несов1. σπρώχνω, βγάζω σπρώχνοντας, διώχνω/ ἀπωθω, ἐκτοπίζω, ἐκδιώκω (противника)·2. (заменить собой) ἀντικαθιστώ, ἐκτοπίζω. -
10 отбрасывать
отбрасыватьнесов, отбросить сов1. ρίχνω, πετώ, ἀποτινάζω, ἀποβάλλω· \отбрасывать тень ρίχνω σκιά·2. (неприятеля) ἀποκρούω, ἀπωθώ·3. перен ἀφήνω, ἐγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω:\отбрасывать сомнения ἀφήνω τίς ἀμφιβολίες· \отбрасывать мысль ἐγκαταλείπω τήν ίδέα. -
11 оттирать
оттиратьнесов1. (очищать) καθαρίζω, ἐξαλείφω:\оттирать пятио́ καθαρίζω τήν κηλίδα, βγάζω τόν λεκέ· \оттирать грязь с чего́-л. καθαρίζω (τρίβοντας) τήν λάσπη·2. (возвращать чувствительность) συνεφέρω τρίβοντας, τρίβω γιά νά συνεφέρω:\оттирать ру́-кн снегом τρίβω τά χέρια μου μέ χιόνι γιά νά τά συνεφέρω·3. (оттеснять) разг ἀπωθώ / σπρώχνω πίσω (назад). -
12 оттискивать
оттискиватьнесов1. (оттеснять) разг ἀπωθώ, σπρώχνω·2. (оставлять отпечаток, след чего-л.) ἀφήνω Ιχνη·3. полигр. τυπώνω, ἐκτυπώ, σταμπάρω. -
13 распихать
распихатьсов, распихивать несов разг1. (расталкивать) ἀποθω, σπρώχνω, σκουντώ:\распихать людей ἀπωθώ τους ἀνθρώπους·2. (рассовывать) χώνω, χαντακώνω:\распихать по карманам что́.-л. χώνω στίς τσέπες μου. -
14 сталкивать
сталкиватьнесов1. (с чего-л.) σπρώχνω, σκουντώ, ἀπωθώ·2. (вместе) разг συγκρούω. -
15 оттискивать
[αττίσκιβατ"] ρ. απωθώ -
16 распихивать
[*][ρασπίχιβατΊρ. απωθώ -
17 оттискивать
[αττίσκιβατ"] ρ απωθώ -
18 распихивать
[*][ρασπίχιβατΊρ απωθώ -
19 отбросить
-бшу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отброшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•отбросить камни от дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο.
|| αναμερίζω, παραμερίζω. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω, βγάζω•отбросить сомнения βγάζω τις αμφιβολίες•
отбросить страх αποβάλλω το φόβο.
2. αποκρούω, απωθώ (επιτιθέμενο)..3. μτφ. (με τα ουσ. тень, свет, луч κ.τ.τ.)• ρίχνω•отбросить тень ρίχνω σκιά.
-
20 отжать
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απωθώ — απωθώ, απώθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… … Dictionary of Greek
απωθώ — ησα, ήθηκα, ωθημένος, απομακρύνω με σπρώξιμο, αποκρούω: Η αστυνομία τελικά απώθησε τους διαδηλωτές. Η αρχαία προστ. του αορ. άπωσον ως ναυτικό παράγγελμα: σπρώξε μακριά, αβάρα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπωθῶ — ἀπωθέω thrust away pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπωθέω thrust away pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπωθέω thrust away pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπωθέω thrust away pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπώθω — (Μ ἀμπώθω) και αμπώνω καί αμπώχνω 1. απωθώ, σπρώχνω 2. παρακινώ, παρορμώ 3. παρασύρω 4. αποκρούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ἀμπώθω < αρχ. ἀπωθῶ με ανάπτυξη τού έρρ. μ και με αναβιβασμό τού τόνου κατά τα βαρύτονα, γιατί ο αόριστος του (ἄπωσα <… … Dictionary of Greek
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek
προσαπωθώ — έω, Α [ἀπωθῶ] απωθώ, σπρώχνω κάποιον ακόμη … Dictionary of Greek
υπεκκρούω — Α απωθώ, αποκρούω ανεπαίσθητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκρούω «απωθώ, αποκρούω»] … Dictionary of Greek
άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… … Dictionary of Greek
άπωση — η (AM ἄπωσις) [απωθώ] η προς τα πίσω ώθηση, η απώθηση αρχ. αποδίωξη, απόκρουση … Dictionary of Greek
αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι … Dictionary of Greek