Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απρόσιτος

  • 1 απρόσιτος

    [апроситос] εκ. неприступный, недосягаемый,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απρόσιτος

  • 2 недоступн\ый

    απρόσιτος, απλησίαστος

    недосту́пныйая цена́ — η απρόσιτη τιμή

    Русско-греческий словарь > недоступн\ый

  • 3 недоступный

    επ., βρ: -пен, -пна, -пно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) απρόσιτος απρόσβατος απλησίαστος, απροσέγγιστος δυσπρόσιτος•

    он -ен αυτός είναι απρόσιτος•

    -ая скала απρόσιτος βράχος•

    недоступный человек δυσπρόσιτος άνθρωπος•

    это для меня -о αυτό για μένα είναι ακατόρθωτο.

    || δυσαπόκτητος, δυσεύρητος•

    недоступный товар δυσαπόκτητο εμπόρευμα.

    2. δυσνόητος, δυ-σκατάληπτος, όύσληπτος•

    это -о моему пониманию αυτό για μένα είναι ακαταλαβίστικο.

    Большой русско-греческий словарь > недоступный

  • 4 неприступный

    επ.
    απρόσιτος, απλησίαστος, απροσέγγιστος•

    -ая высота απρόσιτο ύψος•

    утс απρόσιτος βράχος (γκρεμός).

    || απόρθητος•

    -ая крепость απόρθητο φρούριο.

    || μτφ. υπεροπτικός, αλλαζονικός, υπερφίαλος•

    неприступный вид υπεροπτικό ύφος.

    Большой русско-греческий словарь > неприступный

  • 5 недоступность

    το απρόσιτο
    το απροσπέλαστο
    (непроходимый) απροσπέλαστος, δύσβατος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недоступность

  • 6 недоступный

    недосту́пн||ый
    прил
    1. ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, ἀπροσέγγιστος, ἀπλησίαστος:
    \недоступныйые цены ἀπρόσιτες τιμές·
    2. (для понимания) ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος:
    это \недоступныйο моему́ пониманию αὐτό γιά μένα εἶναι ἀκατανόητο.

    Русско-новогреческий словарь > недоступный

  • 7 недосягаемый

    недосяга́ем||ый
    прил ἀπρόσιτος, ἄφθαστος, ἀπλησίαστος:
    быть на \недосягаемыйой высоте βρίσκομαι σέ ἀπρόσιτο ὕψος.

    Русско-новогреческий словарь > недосягаемый

  • 8 неприступный

    непристу́пн||ый
    прил
    1. ἀπρόσιτος / ἀπόρθητος (о крепости)·
    2. (о человеке) ὑπεροπτικός, (6)περήφανος:
    с \неприступныйым видом μέ ὑπεροπτικό ὕφος.

    Русско-новогреческий словарь > неприступный

  • 9 предел

    предел
    м
    1. (рубеж) τό ὅριο[ν]. τό σύνορο[ν]:
    за \пределами чего-л. πέρα ἀπό, §ξω ἀπ' τά ὅρια· в \пределах страны στά ὅρια τής χώρας·
    2. перен τό ὅριον (граница) / τό ἄκρο[ν] (высшая степень):
    \предел скорости тех. τά ὅρια ταχύτητος· \предел упру́гости тех. τό ὅριον τής ἐλαστικότητας· \предел счастья ἡ ἄκρα εὐτυχία· \предел мечтаний τό μεγαλύτερο ὀνειρο· вне \пределов досягаемости πέραν τοῦ ἐφικτοῦ, ἀπρόσιτος· в \пределах возможного στά πλαίσια τοῦ δυνατοῦ· положить \предел θέτω τέρμα· выйти из \пределов приличия βγαίνω ἀπό τα ὅρια, ἐξέρχομαι των ὁρίων доходить до \предела φθάνω στά ἄκρα, φθάνω στό κόκκοιλο, φθάνω στον κόμπο· всему́ есть \предел κάθε πράγμα ἔχει τά ὅριά του.

    Русско-новогреческий словарь > предел

  • 10 недосягаемый

    [νιντασιγκάιμυϊ] εκ. απρόσιτος, απλησίαστος

    Русско-греческий новый словарь > недосягаемый

  • 11 неприступный

    [νιπριστούπνυϊ] εκ. απρόσιτος

    Русско-греческий новый словарь > неприступный

  • 12 недосягаемый

    [νιντασιγκάιμυϊ] επ απρόσιτος, απλησίαστος

    Русско-эллинский словарь > недосягаемый

  • 13 неприступный

    [νιπριστούπνυϊ] επ απρόσιτος

    Русско-эллинский словарь > неприступный

  • 14 жечь

    жгу, жжешь, жгут; παρλθ. χρ. жег, жгла, жгло, ρ.δ.μ.
    1. καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. || ανάβω. || καταναλώνω (ηλεκτρ. ρεύμα κ.τ.τ.).
    2. καίω, ψήνω•

    солнце жжет ο ήλιος καίει•

    жечь кофе ψήνω καφέ•

    жечь кирпичи ψήνω τούβλα.

    || κνίζω, τσουκνίζω, προκαλώ κνισμό, φαγούρα•

    крапива жжет η τσουκνίδα κνίζει.

    3. μτφ. ανάβω, επιφέρω ισχυρό πάθος, προκαλώ μεγάλη λύπη, καίω, φλογίζω.
    καίω. || καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα.
    (απλ.) είμαι πανάκριβος, απρόσιτος στην τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > жечь

  • 15 замкнутый

    επ., βρ: -нут, -а, -о.
    1. κλει-οτός, περιορισμένος, απομονωμένος•

    -ая жизнь απομονωμένη ζωή•

    замкнутый характер κλειστός χαρακτήρας.

    || απρόσιτος για άλλους•

    -ая среда νλειστό περιβάλλον.

    2. (ηλεκτρ.) -ая| цепь κλειστό κύκλωμα. || αδιέξοδος.

    Большой русско-греческий словарь > замкнутый

  • 16 карман

    α.
    τσέπη•

    положить в карман βάζω στή τσέπη•

    внутренний карман εσωτερική τσέπη•

    часовой карман τσέπη ωρολογίου•

    задний карман брюк κωλοτσέπη.

    εκφρ.
    толстый (тугой, полный) карман – κάργα (φούσκα) η τσέπη λεφτά•
    тощий ή пустой карман – άδεια η τσέπη, πανί με πανί•
    не по -у – δεν είναι για τη τσέπη (μου), είναι ακριβότατος, απρόσιτος•
    набить карман – φούσκωνα-χρήματα, θησαυρίζω•
    положить, класть в карман – τσεπώνω, παίρνω για τον εαυτό μου, σφετερίζομαι•
    бить по -у – ζημιώνω, βλάπτω.

    Большой русско-греческий словарь > карман

  • 17 недостижимый

    επ.
    -жим, -а, -о
    απρόσιτος, άφταστος, ανέφικτος απροσπέλαστος•

    -ая вышина απρόσιτο υψος.

    || απραγματοποίητος•

    -ая цель απραγματοποίητος σκοπός•

    -ая мечта χίμαιρα, ονειροπόλημα.

    Большой русско-греческий словарь > недостижимый

  • 18 недосягаемый

    επ., βρ: -аем, -а, -о
    άφθαστος, απρόσιτος, αμίμητος•

    недосягаемый образец древнегреческого искусства и эпоса άφθαστο πρότυπο της αρχαιοελληνικής Τέχνης και του έπους•

    в -ой вышине σε απρόσιτο ύψος.

    Большой русско-греческий словарь > недосягаемый

  • 19 неосязаемый

    επ., βρ: -заем, -а, -о
    ανεπαίσθητος, ασύληπτος, άφθαστος• απρόσιτος.

    Большой русско-греческий словарь > неосязаемый

  • 20 подступ

    α.
    1. πλησίαση, προσέγγιση, σίμωμα, ζύγωμα• προσχώρηση. || είσδυση, εισχώρηση• φτάσιμο• εμφάνιση.
    2. πρόσβαση•

    скрытые -ы к крепости κρυφές προσβάσεις προς το φρούριο•

    -ы к городу προσβάσεις προς την πόλη.

    εκφρ.
    - а нет к кому – δεν μπορείς να δεις κάποιον (είναι απρόσιτος).

    Большой русско-греческий словарь > подступ

См. также в других словарях:

  • ἀπρόσιτος — unapproachable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόσιτος — η, ο (AM ἀπρόσιτος, ον) [πρόσειμι] (κ. μτφ.) 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος 2. ακατόρθωτος, ανέφικτος …   Dictionary of Greek

  • απρόσιτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει, απροσέγγιστος, αζύγωτος: Η πηγή ήταν απρόσιτη, γιατί βρισκόταν μέσα σε πανύψηλους, απόκρημνους βράχους. 2. δυσκολοαπόκτητος, πανάκριβος: Τα φρούτα στις μέρες μας έγιναν απρόσιτα για τον πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροσίτως — ἀπρόσιτος unapproachable adverbial ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσιτον — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc sg ἀπρόσιτος unapproachable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσίτοις — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσίτου — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσίτους — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσίτων — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσίτῳ — ἀπρόσιτος unapproachable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσιτα — ἀπρόσιτος unapproachable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»