-
1 απρόθυμος
[апротимос] εκ. не проявляющий усердия, рвения,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απρόθυμος
-
2 нерадивый
неради́в||ыйприл ἀμελής, ὀλίγωρος, ἀπρόθυμος, ἀδιάφορος. -
3 невнимательный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. απράσεχτος•невнимательный ученик απρόσεχτος μαθητής.
2. πλαδαρός, απλανής, (απο)|χαυνωμένος• αμέριμνος•-ые глаза αποχαυνωμένα μάτια.
|| αδιάφορος, αμελής τσαπατσούλικος•-ая работа απρόσεχτη εργασία.
3. αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος•-ая хозяйка μη περιποιητική νοικοκυρά•
-ое обращение χλιαρή συμπεριφορά.
-
4 неохотный
επ.ανόρεχτος, απρόθυμος, χωρίς διάθεση•неохотный вид ανόρεχτη όψη ή ύφος.
-
5 прохладный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. δροσερός, λίγο κρύος, ψυχρός•прохладный вечер δροσερό βραδάκι•
-ое лето δροσερό καλοκαίρι.
2. μτφ. ψυχρός, αδιάφορος, χλιαρός, απρόθυμος. -
6 равнодушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шноαδιάφορος, ψυχρός, απρόθυμος• απαθής, αναίσθητος•равнодушный человек αδιάφορος άνθρωπος•
равнодушный вид αδιάφορη όψη.
|| χωρίς τάση, κλίση, έλξη•он -шен к шахматам δεν τον τραβάει το σκάκι.
См. также в других словарях:
απρόθυμος — η, ο (AM ἀπρόθυμος, ον) αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
απρόθυμος — η, ο επίρρ. α αυτός που κάνει κάτι χωρίς όρεξη, χωρίς ενδιαφέρον, δισταχτικός: Σε καθετί που του ζήτησα να με βοηθήσει ήταν απρόθυμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπρόθυμος — ἀπρόθῡμος , ἀπρόθυμος unready masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροθύμως — ἀπροθύ̱μως , ἀπρόθυμος unready adverbial ἀπροθύ̱μως , ἀπρόθυμος unready masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόθυμον — ἀπρόθῡμον , ἀπρόθυμος unready masc/fem acc sg ἀπρόθῡμον , ἀπρόθυμος unready neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθελος — η, ο [θέλω] 1. αυτός που δεν θέλει κάτι 2. αυτός που δεν έχει θέληση, άβουλος 3. αθέλητος, απρόθυμος, ακούσιος … Dictionary of Greek
άκαρδος — η, ο 1. δειλός, άτολμος 2. άσπλαχνος, σκληρός 3. απρόθυμος, ανειλικρινής, επίπλαστος «γέλιο ψυχρό και άκαρδο». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ουσ. καρδία. ΠΑΡ. ακαρδοσύνη] … Dictionary of Greek
άμοχθος — η, ο (Α ἄμοχθος, ον) ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες νεοελλ. αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος αρχ. 1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος 2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόχθος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί] … Dictionary of Greek
άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ … Dictionary of Greek
αθέλητος — η, ο (Α ἀθέλητος, ον) [θέλω] αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται παρά τη θέληση κάποιου, ακούσιος, απρόθυμος, αναγκαστικός 2. ο χωρίς θέληση, αναποφάσιστος μσν. αυτός που δεν τόν θέλει κανείς … Dictionary of Greek
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek