Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απροσεξία

См. также в других словарях:

  • ἀπροσεξία — ἀπροσεξίᾱ , ἀπροσεξία want of attention fem nom/voc/acc dual ἀπροσεξίᾱ , ἀπροσεξία want of attention fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσεξίᾳ — ἀπροσεξίᾱͅ , ἀπροσεξία want of attention fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσεξία — η (AM ἀπροσεξία) [απρόσεκτος] 1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα 2. απερισκεψία νεοελλ. το σφάλμα που προκύπτει από την έλλειψη προσοχής …   Dictionary of Greek

  • απροσεξία — η έλλειψη προσοχής, απερισκεψία: Την απροσεξία μου εκείνη την πλήρωσα πολύ ακριβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροσεξίας — ἀπροσεξίᾱς , ἀπροσεξία want of attention fem acc pl ἀπροσεξίᾱς , ἀπροσεξία want of attention fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσεξίαν — ἀπροσεξίᾱν , ἀπροσεξία want of attention fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσεξίαις — ἀπροσεξία want of attention fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… …   Dictionary of Greek

  • αβλεψία — η απροσεξία, σφάλμα από απροσεξία: Το ορθογραφικό λάθος ήταν αποτέλεσμα αβλεψίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ο τρίτος γιος του Ενδυμίωνα, συμβασιλιάς της Ήλιδας μαζί με τον αδελφό του Επειό. Στους αγώνες που έγιναν κάποτε προς τιμήν του Αζάνα, καταπλάκωσε από απροσεξία με το άρμα του τον Άπη, γιο του Ιάσονα, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»