-
1 απροσεξία
[апросэксиа] ουσ. Θ. невнйматёлСГЮс ι в, - неосторожность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απροσεξία
-
2 недосмотр
-а α.η μη απαιτούμενη επίβλεψη• απροσεξία, αβλεψία•по -у από απροσεξία.
|| ατέλεια (από απροσεξία). -
3 невнимательность
-
4 недосмотр
недосмотр м η απροσεξία, η αβλεψία· по \недосмотру από αβλεψία* * *мη απροσεξία, η αβλεψίαпо недосмо́тру — από αβλεψία
-
5 оплошность
оплошность ж η γκάφα, η απροσεξία· допустить \оплошность κάνω γκάφα* * *жη γκάφα, η απροσεξίαдопусти́ть опло́шность — κάνω γκάφα
-
6 невиимание
невиимани||ес1. ἡ ἀφηρημόδα, ἡ Απροσεξία:по \невииманиею ἀπό ἀπροσεξία, ἀπό ἀφη-ρημάδα·2. (пренебрежение, неуважение) ἡ ἀδιαφορία / ἡ ἀγένεια (невежливость):\невиимание к интересам покупателя ἀδια-φορία γιά τά συμφέροντα τῶν ἀγοραστών. -
7 недосмотр
недосмотрм ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀβλεψία, ἡ παραδρομή; по \недосмотру ἀπό ἀπροσεξία. -
8 невнимание
-я ουδ.1. απροσεξία•ошибка по -ю ή от -я λάθος από απροσεξία.
2. αδιαφορία, αμέλεια•невнимание к запросам читателей αδιαφορία προς τις απαιτήσεις των αναγνωστών.
3. απάθεια. -
9 невнимательность
-и θ.1. απροσεξία•ученика απροσεξία του μαθητή.
2. αδιαφορία•проявить невнимательность к другу δείχνω αδιαφορία προς το φίλο.
-
10 недосмотр
η απροσεξίαη αβλεψίαη παραδρομή- еть επιβλέπω, επιτηρώ ανεπαρκώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недосмотр
-
11 просмотр
1. (проверка) о έλεγχος, η εξέταση 2. (ошибка, недосмотр) η απροσεξία, το λάθος/σφάλμα που οφείλεται σε έλλειψη της προσοχής 3 (напр. кинофильма) η προβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просмотр
-
12 невнимательность
невнимательностьж1. ἡ ἀφηρημάδα (рассеянность)/ ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀβλεψία (небрежность)·2. (равнодушие) ἡ ἀδιαφορία. -
13 неосмотрительность
неосмотрительностьж ἡ ἀπερισκεψία, ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀσυνεσία, ἡ ἀστοχασιά. -
14 неосмотрительностьый
неосмотрительность||ыйприл ἀπερίσκεπτος, ἀπρόσεκτος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος:\неосмотрительностьыйый человек ἀσύνετος (или ἀπερίσκεπτος) ἀνθρωπος· \неосмотрительностьыйый поступок ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀστόχαστη πράξη. -
15 неосторожность
неосторожностьж ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀσυνεσία / ἡ ἀπερισκεψία (неосмотрительность). -
16 оплошность
оплошностьж ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀφρο-ντισία, ἡ ἀμέλεια (упущение)/ τό λάθος (ошибка):делать \оплошность κάνω λάθος. -
17 опрометчнвость
опрометчнв||остьж ἡ ἀπερισκεψία, ἡ ἀστοχασιά/ ἡ ἀπροσεξία (неосмотрительность). -
18 рассеянность
рассеянн||остьж I. ὁ (δια)σκορπισμός, ἡ διασπορά·2. (невнимательность) ἡ ἀφηρημάδα, ἡ ἀπροσεξία. -
19 невнимание
[νιβνιμάνιιε] ουσ. ο. απροσεξία -
20 невнимательность
[ντβνιμάτιλ'ναστ"] ουσ. θ. απροσεξία, αβλεψία
См. также в других словарях:
ἀπροσεξία — ἀπροσεξίᾱ , ἀπροσεξία want of attention fem nom/voc/acc dual ἀπροσεξίᾱ , ἀπροσεξία want of attention fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσεξίᾳ — ἀπροσεξίᾱͅ , ἀπροσεξία want of attention fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροσεξία — η (AM ἀπροσεξία) [απρόσεκτος] 1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα 2. απερισκεψία νεοελλ. το σφάλμα που προκύπτει από την έλλειψη προσοχής … Dictionary of Greek
απροσεξία — η έλλειψη προσοχής, απερισκεψία: Την απροσεξία μου εκείνη την πλήρωσα πολύ ακριβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπροσεξίας — ἀπροσεξίᾱς , ἀπροσεξία want of attention fem acc pl ἀπροσεξίᾱς , ἀπροσεξία want of attention fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσεξίαν — ἀπροσεξίᾱν , ἀπροσεξία want of attention fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσεξίαις — ἀπροσεξία want of attention fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
αβλεψία — η απροσεξία, σφάλμα από απροσεξία: Το ορθογραφικό λάθος ήταν αποτέλεσμα αβλεψίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
Αιτωλός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ο τρίτος γιος του Ενδυμίωνα, συμβασιλιάς της Ήλιδας μαζί με τον αδελφό του Επειό. Στους αγώνες που έγιναν κάποτε προς τιμήν του Αζάνα, καταπλάκωσε από απροσεξία με το άρμα του τον Άπη, γιο του Ιάσονα, και… … Dictionary of Greek