-
1 αποχή
[эпохи] ουσ. θ. воздержание, отказ,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποχή
-
2 абсентеизм
η αποχή (π.χ. από τις εκλογές).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абсентеизм
-
3 сачок
η απόχη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сачок
-
4 воздерж(ан)иость
воздерж(ан)||иостьж ἡ ἀποχή, ἡ ἐγκράτεια/ ἡ λιτότητα (в пище, питье). -
5 воздержавшийся
воздержавшийся1. прич. от воздержаться́ \воздержавшийся от голосования ὁ ἀποσχών ἀπό τήν ψηφοφορία·2. м ὁ ἀποσχών, αὐτός πού ἐκανε ἀποχή. -
6 воздержание
воздержаниес ἡ ἀποχή, ἡ ἐγκράτεια/ ἡ λιτότητα (в пище, питье). -
7 голосование
голосованиес ἡ ψηφοφορία:открытое (тайное) \голосование ἡ ἀνοιχτή (ή μυστική) ψηφοφορίά поставить на \голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν· воздержаться от \голосованиения ἀπέχω τῆς ψηφοφορίας, ἀπέχω ἀπ' τήν ψηφοφορία, κάνω ἀποχή ἀπό τήν ψηφοφορία. -
8 сачок
сачокм ἡ ἀπόχη. -
9 воздержание
[βαζντιρζάνιιε] ουσ. ο. αποχή, εγκράτεια -
10 сачок
[σατσόκ] ουσ. α. απόχη -
11 воздержание
[βαζντιρζάνιιε] ουσ ο αποχή, εγκράτεια -
12 сачок
[σατσόκ] ουσ α απόχη -
13 абсентеизм
-а α.αποχή από τις εκλογές• απουσία. -
14 воздержание
-я ουδ.1. εγκράτεια, αποχή.2. μετριοπάθεια.3. ολιγάρκεια, λιτότητα. -
15 подсачивание
-
16 подсачивать
ρ.δ.βλ. подсачить.αλιεύομαι με την απόχη.ρ.δ.βλ. подсочить.σχίζομαι (για φλοιό δέντρου). -
17 подсачить
ρ.σ.μ. αλιεύω, πιάνω με την απόχη. -
18 пост
пост 1-а, προθτ. о -, на -у а.1. φυλάκιο σταθμός• σκοπιά, παρατηρητήριο.2. φρουρός, -ροι• φρουρά.3. πόστο, θέση, αξίωμα.εκφρ.на -у – στο πόστο, στη θέση (στο καθήκον)•стоять (быть) на -у – στέκομαι στο πόστο (εκτελώ το καθήκον).пост 2-а, προθ. о -е, на -у α. (εκκλσ.) η νηστεία•соблвдать пост κρατώ νηστεία•
по случаю -а λόγω νηστείας•
строгий пост αυστηρή νηστεία.
|| αποχή από κάτι. -
19 сачок
-чка α. απόχη (για ψάρια, πτηνά ή έντομα).
См. также в других словарях:
ἀποχή — distance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποχή — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
αποχή — η το να μένει κανείς μακριά από κάτι, εγκράτεια: Η αποχή από τις εκλογές ήταν μικρότερη από κάθε άλλη φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόχη — η φορητό δίχτυ για κυνήγι ή ψάρεμα σαν σάκος που στηρίζεται σ ένα στεφάνι (ξύλινο ή σιδερένιο) και κρατιέται από μια μακριά ξύλινη λαβή: Σε ορισμένα μέρη κυνηγούν ακόμη πουλιά με την απόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποχῇ — ἀποχάζομαι withdraw from fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποχέω pour out pres subj mp 2nd sg ἀποχέω pour out pres ind mp 2nd sg ἀποχέω pour out pres subj act 3rd sg ἀποχή distance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχαῖς — ἀποχή distance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχαί — ἀποχή distance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχήν — ἀποχή distance fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… … Dictionary of Greek