-
1 αποφαίνομαι
[апофэномэ] р.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποφαίνομαι
-
2 высказываться
высказывать||сяἀποφαίνομαι:\высказыватьсяся ὁ ком-л. ἐκφράζω γνώμη γιά κάποιον \высказыватьсяся за кого-л., за что-л. ἀποφαίνομαι ὑπέρ τίνος· \высказыватьсяся против ἐκφράζομαι κατά τινος. -
3 высказать
-кажу, -кажешьρ.σ.μ.εκφράζω, εκφέρω, λέγω•высказать свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•
высказать свое мнение λέγω τη γνώμη μου•
высказать пожелание εκφράζω την ευχή (εύχομαι)•
предположение εκφράζω εικασία•
высказать уверенность εκφράζω την πεποίθηση.
|| αποκαλύπτω• φανερώνω•он -ал свою тайну αυτός είπε το μυστικό του.
εκθέτω, εκφράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.αποφαίνομαι, εκφράζομαι•высказать за кого αποφαίνομαι για (υπέρ) κάποιον•
высказать против кого εκφράζομαι κατά κάποιου.
-
4 отзываться
отзыватьсянесов1. (откликаться) ἀπαντώ, ἀποκρίνομαι:никто не \отзыватьсяа́ется κανένας δέν ἀποκρίνεται, κανείς δέν ἀπαντα· \отзываться на чьи-л. нужды βοηθῶ κάποιον2. (о ком-л.) λέω τή γνώμη μου, ἀποφαίνομαι γιά κάτι:хорошо \отзываться о ком-либо ἐκφέρω (или λεγω) καλή γνώμη γιά κάποιον3. (влиять):\отзываться на ком-л. ἐπιδρῶ σέ...· \отзываться на чем-л. ἐπενεργώ ἐπι... -
5 отрекомендовать
-дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрекомендованный, βρ: -ван, -а,о ρ.σ.μ. παλ.1. συσταϊνω, συστήνω, γνωρίζω• παρουσιάζω.2. χαρακτηρίζω, αποφαίνομαι, εκφράζομαι.3. συμβουλεύω, ορμηνεύω, συνιστώ.συστήνομαι, γνωρίζομαι. -
6 признать
знаю, -знаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. признанный, βρ: -нал, -а, -оρ.σ.μ.1. (ανα)γνωρίζω•в этом наряде тебя не -аешь με τέτοια ενδυμασία είναι δύσκολο να σε γνωρίσει κανένας.
2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω•признать новое государство αναγνωρίζω το νέο κράτος.
3. ομολογώ, παραδέχομαι•признать свою ошибку αναγνωρίζω το λάθος μου.
|| αποφαίνομαι, καθορίζω, βγάζω το συμπέρασμα, θεωρώ, λογίζω.1. αναγνωρίζω, παρο:δέχομαι, ομολογώ•признать в преступлении παραδέχομαι το έγκλημα μου•
признать в воровстве παραδέχομαι ότι είμαι κλέφτης•
-юсь το παραδέχομαι•
он не -лся αυτός δεν το παραδέχτηκε.
2. признать ή -аюсь (παρνθ. λ.) για ναείμαι ειλικρινής.εκφρ.признать сказать – για ναμιλήσω ειλικρινά•признать в любви – εξομολογούμαιτην αγάπη. -
7 рассудить
-сужу, -судишь, παθ. μτ% παρλθ. χρ. рассуженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.1. μ. κρίνω, αποφαίνομαι, εκφέρω γνώμη•-йте нас κρίνετε μας, πέστε τη γνώμη σας.
2. σκέπτομαι λογικά• κρίνω, αποφασίζω με περίσκεψη. -
8 рецензировать
-рую, -руешьρ.δ.μ. γράφω κριτική (έργου)• αποφαίνομαι• εκτιμώ.κριτικάρομαι, εκτιμιέμαι.
См. также в других словарях:
αποφαίνομαι — αποφαίνομαι, αποφάνθηκα βλ. πίν. 46 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποφαίνομαι — (AM ἀποφαίνω κ. ομαι) ( ομαι) 1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου 2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω αρχ. Ι. ενεργ. 1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω 2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις 3. παριστάνω, παρουσιάζω 4. καταγγέλλω 5. παρουσιάζω… … Dictionary of Greek
αποφαίνομαι — I (λαϊκό), αποφάνηκα, γίνομαι αισθητός, φανερώνομαι, δείχνομαι: Έκανε τα δικά του, αλλά φρόντιζε να μην αποφαίνεται. II (λόγιο), άνθηκα, εκφέρω τη γνώμη μου, γνωματεύω, βγάζω απόφαση: Αφού έφτασαν στο δικαστήριο, αυτό πια θα αποφανθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποφαίνομαι — ἀποφαίνω show forth pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δογματίζω — (AM δογματίζω) [δόγμα] 1. διατυπώνω ως δόγμα νεοελλ. αποφαίνομαι δογματικά, αποφασίζω αυθαίρετα αρχ. 1. λέω τη γνώμη μου, προτείνω 2. αποφαίνομαι 3. εκδίδω ψήφισμα 4. το δογματιζόμενα όσα διατυπώνονται με τη μορφή δόγματος, αξιώματος … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αποφθέγγομαι — (AM ἀποφθέγγομαι) εκφέρω τη γνώμη μου απροκάλυπτα με παρρησία αρχ. 1. λέω απόφθεγμα, αποφαίνομαι 2. (για αγγεία) ηχώ, καμπανίζω … Dictionary of Greek
αποχειροτονώ — άω κ. έω (Α ἀποχειροτονῶ, έω) απομακρύνω, αφαιρώ από κάποιον το αξίωμα που κατείχε, τον καθαιρώ αρχ. 1. με χειροτονία, δηλ. με ανάταση του χεριού, απορρίπτω, καταψηφίζω 2. απομακρύνω την κατηγορία από κάποιον, αθωώνω 3. απορρίπτω κάποιον ή κάτι… … Dictionary of Greek