-
1 αποσύνθεση
[алосинтэси] ουσ. Θ. разложение, распад,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποσύνθεση
-
2 разложение
разлож||ениес1. (на составные части) ἡ ἀποσύνθεση [-ις], ἡ διάλυση [-ις]·2. мат ἡ ἀνάπτυξη [-ις]·3. (распад, гниение) ἡ ἀποσύνθεση [-ις] (тж. хим.), τό σάπισμα, ἡ σήψη [-ις]·4. перен (упадок) ἡ διαφθορά, ἡ κατάπτωση [-ις]/ ἡ ἀποσύνθεση, τό ξεχαρβάλωμα (армии и т. п.):моральное \разложение ἡ ἐκλυση ἡθῶν. -
3 разложение
-я ουδ.1. διάλυση, αποσύνθεση•разложение химических соединений διάλυση χημικών ενώσεων.
2. (μαθ.) ανάπτυξη.3. μτφ. αποδιοργάνωση•в армии врага полное разложение στο στρατό του εχθρού υπάρχει πλήρης αποσύνθεση.
4. σήψη•разложение трупа αποσύνθεση του πτώματος.
-
4 распад
распадм1. ἡ ἀποσύνθεση [-ις], ἡ διάσπαση [-ις]:белковый \распад ἡ ἀποσύνθεση (или ἡ διάσπαση) τοῦ λευκώματος·2. перен ἡ κατάρρευση [-ις]. -
5 атака
1. (наступление) η επίθεση 2. хим. η αποσύνθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атака
-
6 атакоустойчивость
хим. η αντοχή/αντίσταση στην αποσύνθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атакоустойчивость
-
7 гниение
η σήψη, το σάπισμα, η αποσύνθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гниение
-
8 дезинтеграция
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дезинтеграция
-
9 деструкция
η αποσύνθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > деструкция
-
10 радиол из
η ραδιόλυση, η αποσύνθεση κάτω από/υπό την επίδραση της ακτινοβολίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиол из
-
11 развал
η διάλυση, η αποσύνθεση, η εξάρθρωση- борта мор. η καμπυλότητα της γάστρας από τον υδροσυλλέκτη μέχρι την τρόπιδα, το λάντσο της πλευράς- колёс η πλάγια απόκλιση εμπρόσθιου τροχού, το κάμπερРусско-греческий словарь научных и технических терминов > развал
-
12 разложение
1. (распад) η αποσύνθεση, η αποσάθρωση 2. (воздействие с целью вызвать распад) хим. η διάσπαση, η διάλυση, η προσβολή 3. (физ., мат.) η ανάλυσ/η 4. мат. το ανάπτυγμα- в ряд Фурье - στη σειρά Φουριέ 5 (гниение) η σήψη, η αποσάθρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разложение
-
13 распад
η διάσπασηη αποσύνθεση, η διάλυσηатомный - ατομική/πυρηνική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распад
-
14 эрозия
1. (геол.) η απογύμνωση, η αποσάθρωση 2. тех. η διάβρωση, η αποσύνθεση της επιφάνειας του μετάλλου 3. мед. το επιφανειακό έλκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эрозия
-
15 гницение
гницениес ἡ σήψη [-ις], τό σάπισμα, ἡ ἀποσύνθεση [-ις]. -
16 дезорганизаторация
дезорганизатор||ацияж ἡ ἀποδιορ-γάνωση [-ις], τό στραπάτσο, τό ξεχαρβάλωμα, ἡ ἀποσύνθεση [-ις]. -
17 развал
развалм1. τό ξεχαρβάλωμα, τό χάλασμα/ ἡ ἀποσύνθεση (разруха)·2. (беспорядок) ἡ ἀταξία, ἡ ἀκαταστασία. -
18 разлагаться
разлагать||ся1. (на составные части) ἀποσυν-θέτομαι/ παθαίνω ἀποσύνθεση, διαλύομαι (распадаться)·2. (загнивать) σαπίζω·3. перен (морально) ἀποσυντίθεμαι. -
19 тление
тлен||иес1. (гниение) ἡ ἀποσύνθεση, ἡ σήψη·2. (медленное горение) τό κου-φόκαμα. -
20 разложение
[ραζλαζένιιε] ονσ. ο. αποσύνθεση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αποσύνθεση — η 1. η διάλυση: Η αποσύνθεση μιας μηχανής είναι δουλειά δύσκολη. 2. χημικός διαχωρισμός των συστατικών σύνθετου σώματος: Με την ηλεκτρόλυση γίνεται η αποσύνθεση του νερού σε οξυγόνο και υδρογόνο. 3. αλλοίωση ή σήψη των οργανικών ουσιών: Βρέθηκαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσύνθεση — Η διαδικασία με την οποία σύνθετες οργανικές ενώσεις διασπώνται σταδιακά σε απλές ανόργανες με την επίδραση διαφόρων οργανισμών που λέγονται αποσυνθέτες. Τέτοιοι οργανισμοί είναι διάφορα βακτήρια και οι μύκητες, οι οποίοι δεν διαθέτουν χλωροφύλλη … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… … Dictionary of Greek
διάλυση — η (AM διάλυσις, έως) [διαλύω] 1. ο διαχωρισμός, η ανάλυση 2. ο χωρισμός σύνθετου σώματος στα συστατικά του μέρη, η αποσύνθεση 3. αποσύνδεση, αποσυναρμολόγηση 4. διακοπή εργασιών («διάλυση καταστήματος») 5. διασκόρπιση («διάλυση συγκέντρωσης») 6.… … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… … Dictionary of Greek
σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek
σαπίλα — η, N 1. αποσύνθεση οργανικής ουσίας, σήψη 2. οσμή σαπισμένου πράγματος 3. μτφ. ηθική αποσύνθεση, διαφθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐ σάπ ην, παθ. αορ. β τού σήπομαι + κατάλ. ίλα (πρβλ. κα ήλα* / κα ίλα: ἐ κάη ν)] … Dictionary of Greek