Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποστρατεία

  • 1 αποστρατεία

    [апостратиа] ουσ. Θ. отставка увольнение из армии.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποστρατεία

  • 2 отставка

    отстав||ка
    ж ἡ ἀπόλυση / ἡ παραίτηση [-ις], ἡ παύση [-ις] (с»"· службы)/ ἡ ἀπόταξις, ἡ ἀποστράτευση [-ις] (из армии):
    офицер в \отставкаке ἀπόστρατος · ἀξιωματικός· быть в \отставкаке εὐρίσκομαι ἐν'. ἀποστρατεία· подава́ть в \отставкаку ὑποβάλλὠ· τήν παραίτηση μου, παραιτούμαι, καταθέ· · τω τήν ἀρχή· выходить в \отставкаку ἀποστρατεύομαι· ◊ давать \отставкаку кому-л. παύω (или ἀπομακρύνω) κάποιον получать\отставкаку у кого́-л. χάνω τήνεὔνοια κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > отставка

  • 3 отставка

    θ.
    παραίτηση, αποστρατεία, αποχώρηση (από το στράτευμα) απόλυση•

    подать в -у υποβάλλω (δίνω) παραίτηση•

    подать просьбу об -е δίνω αίτηση παραίτησης•

    он в -е αυτός είναι απόστρατος•

    выйти в -у αποστρατεύομαι απολύομαι•

    находящийся в -е αποστρατευμένος• απολυμένος.

    εκφρ.
    отставка правительства (кабинета) – παραίτηση της κυβέρνησης.

    Большой русско-греческий словарь > отставка

См. также в других словарях:

  • αποστρατεία — η 1. η απομάκρυνση στρατιωτικού από την ενεργό υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. η απομάκρυνση ή η αποχή κάποιου από το επάγγελμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστρατεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της… …   Dictionary of Greek

  • αποστρατεία — η η έξω από το στράτευμα μεταφορά του αξιωματικού για λόγους ηλικίας ή άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόστρατος — ο 1. (για στρατιωτικούς) αυτός που βρίσκεται σε αποστρατεία, που έχει αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία του στον στρατό 2. αυτός που δεν εξασκεί πια το επάγγελμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στρατός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… …   Dictionary of Greek

  • Βότσης, Νικόλαος — (Ύδρα 1877 – Αθήνα 1931). Αξιωματικός του ναυτικού. Καταγόταν από γνωστή οικογένεια Υδραίων αγωνιστών. Στις αρχές των Βαλκανικών πολέμων έγινε ήρωας του πρώτου ναυτικού κατορθώματος, με το οποίο συνδέθηκε ο αγώνας του 1912 με την παράδοση των… …   Dictionary of Greek

  • Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …   Dictionary of Greek

  • Φλέσσας — Επώνυμο οικογένειας της Πελοποννήσου, της οποίας το όνομα συνδέεται με τους αγώνες των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Γεώργιος Φ. του Παναγιώτη, που γεννήθηκε στην Πολιανή της επαρχίας Λεονταρίου (1716). Το… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς, Δημήτριος — (Αθήνα 1886 – 1966). Έλληνας αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ως σημαιοφόρος (1905) και πήρε μέρος ως ανθυποπλοίαρχος στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) και από το 1917 ως υποπλοίαρχος στον A’… …   Dictionary of Greek

  • αποστρατεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. απολύω εφεδρικές ηλικίες στρατιωτών: Η κυβέρνηση αποστράτευσε πέντε ηλικίες εφέδρων. 2. βάζω αξιωματικό σε αποστρατεία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόστρατος — ο ο αξιωματικός που βρίσκεται σε αποστρατεία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»