Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποστατώ

  • 1 αποστατώ

    [алостато] р. поднимать бунт, мятеж, перходить на сторону врага,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποστατώ

  • 2 отрекаться

    отрекаться
    несов
    1. (от чего-л.) ἀπαρνούμαι) ἀρνοῦμαι / ἀποστατώ (т.к. от убеждений, веры и т. п.)/ ἀποποιούμαι, παραιτούμαι (от права на что-л., от престола)·
    2. (от кого-л.) ἀπαρνούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > отрекаться

  • 3 дезертировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ. λιποταχτώ, αυτομολώ. || αποστατώ.

    Большой русско-греческий словарь > дезертировать

  • 4 отступить

    -уйлю, -упишь,
    επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.
    1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•

    отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.

    2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•

    море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).

    3. κάμπτομαι• λυγίζω•

    отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•

    отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•

    отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.

    || παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•

    отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•

    отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•

    -от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.

    4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•

    от правила παραβαίνω τον κανόνα•

    отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    5. αρχίζω με νέα παράγραφο.
    1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.
    2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > отступить

См. также в других словарях:

  • αποστατώ — αποστατώ, αποστάτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποστατώ — (ΑΜ ἀποστατώ, έω) νεοελλ. 1. στασιάζω, επαναστατώ 2. αποσκιρτώ, αποσχίζομαι αρχ. 1. στέκομαι μακριά από κάποιον 2. αποχωρίζομαι, απαρνούμαι 3. λείπω, απουσιάζω 4. ξεμακραίνω, στέκομαι μακριά …   Dictionary of Greek

  • αποστατώ — ησα, γίνομαι αποστάτης, κάνω αποστασία: Στη χώρα μας πολλές φορές βουλευτές αποστάτησαν από το κόμμα με τη σημαία του οποίου εκλέχτηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστατῶ — ἀποστατέω stand aloof from pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποστατέω stand aloof from pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… …   Dictionary of Greek

  • μεταπηδώ — (ΑΜ μεταπηδῶ, άω) 1. αλλάζω θέση με άλμα, πηδώ από το ένα μέρος σε άλλο 2. μτφ. αλλάζω κατάσταση σαν να κάνω άλμα, μεταβάλλω απότομα τη γνώμη μου, απαρνούμαι τις μέχρι τώρα αρχές και πεποιθήσεις μου και ασπάζομαι νέες νεοελλ. μτφ. αποσκιρτώ,… …   Dictionary of Greek

  • μισεύω — και μισσεύω και μισεύγω (Μ μισεύω και μισσεύω και μισεύγω) 1. (γενικά) αναχωρώ από έναν τόπο 2. (ειδικά) αποδημώ, εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι («σαν τούς αποχαιρέτησε κι εμίσσευγε», Ερωτόκρ.) 3. εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο 4. απομακρύνομαι, φεύγω,… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • παρασύνθετος — η, ο / παρασύνθετος, ον, ΝΜΑ αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη λέξη («το ρ. αποστατώ είναι παρασύνθετο, επειδή παράγεται από τη σύνθετη λέξη αποστάτης») νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που… …   Dictionary of Greek

  • προσαφίστημι — Α 1. κινώ κάποιον ακόμη σε αποστασία («νομίσαντες Ἀθηναῑοι μὲν οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι» επειδή θεώρησαν οι Αθηναίοι ότι δεν θα μπορούσε ο Βρασίδας να κινήσει και άλλους σε αποστασία εναντίον τους, Θουκ.) 2. παθ. προσαφίσταμαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»