-
1 απομάκρυνση
[апомакринси] ουσ. Θ. отстранение, удаление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απομάκρυνση
-
2 отступление
-я ουδ.1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση• πισωδρόμηση•отступление вражеских войск υποχώρηση των εχθρικών στρατευμάτων.
2. μετακίνηση• απομάκρυνση• απόσυρση.3. κάμψη, λύγισμα•отступление перед трудностями λύγισμα μπροστά στις δυσκολίες.
4. παράβαση αθέτηση• ε, κτροπή απομάκρυνση•отступление от правил παράβαση των κανόνων•
отступление от темы απομάκρυνση από το θέμα.
(φιλγ.) παρέκβαση•лирическое отступление λυρική παρέκβαση.
-
3 устранение
1. (удаление откуда-л., изъятие) η εξάλειψη, η απομάκρυνση, η άρση, η αφαίρεση, η εξαγωγή, η εξουδετέρωση· - девиации компаса - απόκλισης της πυξίδας 2. (отстранение от исполнения обязанностей, от дела, увольнение) η απομάκρυνση, η απόλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устранение
-
4 устранение
-я ουδ.1. απομάκρυνση, άρση, αφαίρεση• εξάλειψη•устранение препятствий άρση των εμποδίων•
επιδιόρθωση, θεραπεία•устранение аварии θεραπεία βλάβης.
2. απομάκρυνση (από κατεχόμενη θέση), αποβολή• διώξιμο, απόλυση. -
5 уход
уход 1-а α.1. φυγή• αναχώρηση•уход из семьи φυγή από την οικογένεια•
уход с работы η φυγή (σκάσιμο) από τη δουλειά•
до -а πριν την αναχώρηση•
перед самым -ом λίγο πριν την αναχώρηση.
2. απομάκρυνση• έξοδος•уход со сцены απομάκρυνση από τη σκηνή, εγκατάλειψη της σκηνής•
уход в отставку η παραίτηση.
εκφρ.выйти -ом (замуж) ή взять -ом (жену) – παλ. παντρεύομαι χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων.уход 2-а α.περιποίηση, φροντίδα, μέρ ιμνα. уход за посевами περιποίηση των σπαρτών•уход за ранеными περιποίηση των τραυματιών•
уход за цветами περιποίησητων λουλουδιών.
-
6 вывод
1. (удаление) η αποχώρησηη έξοδοςη εκκένωσηη απομάκρυνση2. (умозаключение) το συμπέρασματο πόρισμαη (λογική) συναγωγή συμπερασμάτων3. (φορ-мулы, уравнения) η εξαγωγή, η παραγωγή 4. (процесс) η εξαγωγή 5. (устройство) η έξοδος 6. (соединительный провод) το καλώδιο σύνδεσης, η έξοδος 7. (зажим) о ακροδέκτηςзаземляющий - см. - заземления 8. вчт. η έξοδος9. (на орбиту) η τοποθέτηση στην τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вывод
-
7 дезодорация
η απόσμηση, η αφαίρεση/απομάκρυνση της δυσάρεστης οσμής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дезодорация
-
8 дивергенция
η απόκλιση, η διάσταση, η εκτροπή, η απομάκρυνση, η απόκλιση, ο διχασμός-ировать αποκλίνω, εκτρέπωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дивергенция
-
9 отведение
1. (удаление) η αφαίρεση, η απομάκρυνση 2. (предоставление) η χορήγηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отведение
-
10 отвод
1. (отбор) η εκροή 2. (ответвление) η σύνδεση, η διακλάδωση 3. (удаление) η απομάκρυνση, η απαγωγή, η εξαγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отвод
-
11 отладка
η ρύθμιση- программы вчт. - η αποσφαλμάτωση, ο έλεγχος και η απομάκρυνση των σφαλμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отладка
-
12 отстранение
(от исполнения каких-л. обязанностей) η απομάκρυνση, η απόλυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отстранение
-
13 отход
1. (удаление, отдаление) η απομάκρυνση 2. (отправление) η αναχώρησ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отход
-
14 смещение
1. (на расстояние, во времени) η μετατόπιση, η μετακίνηση 2. (выведение из совмещённого или соосного положения) η μετατόπιση, η απώλεια της ευθυγράμμισης 3. (подача напряжения смещения) η τάση του πλέγματος 4. (с должности) η αντικατάσταση, η απομάκρυνση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смещение
-
15 уборка
1. (чистка, прибирание) το καθάρισμα, ο καθαρισμός 2. (удаление) η απομάκρυνση 3. (вывоз и сваливание) η μεταφορά και απόθεση 4. (напр. шасси) το μάζεμα 5 (урожая) η συγκομιδήτο μάζεμα (της σοδειάς)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уборка
-
16 удаление
1. (устранение, изъятие, ликвидация) η αφαίρεση, η εξαγωγή 2. (перемещение на более далёкое расстояние) η απομάκρυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удаление
-
17 уход
I. 1. (обслуживание, забота оказание помощи) η περιποίηση, η φροντίδα 2. (отклонение) η απόκλιση- частоты - της συχνότητας, η φυγή συχνότηταςII.(покидание, удаление, перемещение) η φυγή, η εγκατάλειψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уход
-
18 вывод
выводм1. (удаление) ἡ ἀποχώρηση, ἡ ἐξοδος, ἡ ἐκκένωση, ἡ ἀπομάκρυνση[-ις]:\вывод войск ἡ ἀποχώρηση τῶν στρατευμάτων2. (заключение) τό συμπέρασμα, τό πόρισμα·3. мат ἡ ἐξαγωγή. -
19 изъятие
изъят||иес1. ἡ ἀφαίρεση [-ις], ἡ ἄρση[-ις], τό βγάλσιμο, ἡ κατάσχεση [-ις] / ἡ ἀπομάκρυνση [-ις], ἡ μετατόπιση [-ις] (удаление):\изъятие из. обращения ἡ ἄρση ἀπό τήν κυκλοφορία·2. (исключение) ἡ ἐξαί-ρεση [-ις]:все без \изъятиеия ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση. -
20 отдаление
отдален||иес1. (действие) ἡ ἀπομάκρυνση [-ις], ἡ μετάθεση [-ις]·2. (даль, далекое расстояние):в \отдалениеии от чего́-л. μακρυά ἀπό κάτι· держа́ть в \отдалениеии κρατώ σέ ἀπόσταση.
См. также в других словарях:
απομάκρυνση — (Γεωλ.). Η επιφανειακή φθορά βραχώδους ή παγετώδους εδάφους και η μετακίνηση των λεπτόκοκκων υλικών που παράγονται από αυτή τη φυσική διαδικασία. Η απώλεια αυτή οφείλεται είτε σε μηχανική δράση (άμμος, πηλός, κροκάλες κλπ.) είτε σε χημική (ουσίες … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
αμίδια — Χημικές ενώσεις, που επιτυγχάνονται με την αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων υδρογόνου του μορίου της αμμωνίας με ρίζες οξέων. Ανάλογα με το αν θα αντικατασταθεί το ένα, τα δύο ή και τα τρία άτομα του υδρογόνου έχουμε τα πρωτοταγή,… … Dictionary of Greek
αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… … Dictionary of Greek
ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek