-
1 ответ
ответм ἡ ἀπάντηση [-ις], ἡ ἀπόκριση[-ις]:остроу́мный \ответ ἡ εὔστοχη ἀπάντηση· давать \ответ ἀπαντῶ· ◊ держать \ответ δίνω λογο, ἀπολογοῦμαι· быть в \ответе εἶμαι ὑπεύθυνος, ὑπόλογος· привлекать кого-л. к \ответу ἐνάγω (или παραπέμπω) κάποιον στό δικαστήριο, ὑποβάλλω ἀγωγή· в \ответ он сказал... ἀπαντώντας είπε... -
2 оправдать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.2. καλύπτω.3. δικαιώνω•события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•
оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.
4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.(οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.
1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.
3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.
-
3 ответить
-чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. απαντώ, δίνω απάντηση•ответить на вопрос απαντώ στο ερώτημα•
ответить отказом απαντώ αρνητικά.
|| λέγω, διηγούμαι,• ответить урок λέγω το μάθημα.2. αποκρίνομαι, απολογούμαι/• αντικρένω. || (με διάφορες σημ.) απαντώ•ответить презрением на сплетню απαντώ περιφρονητικά στο κουτσομπολιό•
ответить длинной речью απαντώ με μακρυγορία•
на наш обстрел противник -ил пулемтным огнм στους πυροβολισμούς μας ο εχθρός απάντησε με πυρά πολυβόλων.
|| ανταποκρίνομαι, αποδίδω τα ίσια. || ανταποδίδω.3. ευθύνομαι, φέρω ευθύνη δίνω λόγο, λογοδοτώ•ты за это мне -ишь αυτό (που έκανες), θα μου το πλήρωσεις.
-
4 отчёт
-а α.1. απολογισμός• έκθεση• отчёт πέ•отчёт ред избирателями απολογισμός μπροστά στους εκλογείς•
финансовый отчёт οικονομικός απολογισμός•
отчёт местного комитета απολογισμός της τοπικής επιτροπής•
годичный отчёт ετήσιος απολογισμός.
2. απολογία•дать отчёт в своих дист-виях, поступках απολογούμαι για τις ενέργειες μου, τις πράξεις μου.
εκφρ.дать (давить) себе отчёт – έχω γνώση (επίγνωση)• έχω συναίσθηση, συνείδηση•взять под отчёт – παίρνω με απόδοση λογαριασμού. -
5 отчитаться
ρ.σ. απολογούμαι, κάνω απολογισμό λογοδοτώ•отчитаться перед избирателями κάνω απολογισμό μπροστά στους εκλογείς.
-
6 рассчитывать
ρ.δ.1. βλ. рассчитать,2. σκοπεύω, έχω στο νου, προτίθεμαι• λογιάζω. || βασίζομαι, στηρίζομαι•рассчитывать на своих друзей υπολογίζω στους φίλους μου.
3. υποθέτω.1. βλ. рассчитаться.2. λογοδοτώ, δίνω λογαριασμό• απολογούμαι•рассчитывать за свой поступки λογοδοτώ για τις πράξεις μου.
См. также в других словарях:
απολογούμαι — απολογούμαι, απολογήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. απολογιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απολογούμαι — και απολογιέμαι και απολογιούμαι ήθηκα, αποκρούω κατηγορία εναντίον μου, υπερασπίζω τον εαυτό μου, δικαιολογιέμαι: Ο κατηγορούμενος ζήτησε και νέα προθεσμία, για να απολογηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολογούμαι — κ. γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῡμαι) [απόλογος] 1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία μσν. νεοελλ. αποκρίνομαι, απαντώ αρχ. 1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι 2. (το αρσ … Dictionary of Greek
ἀπολογοῦμαι — ἀπολογέομαι speak in defence pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπολογέομαι speak in defence pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπολόγητος — η, ο (Α ἀναπολόγητος, ον) [ἀπολογοῡμαι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί 2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος … Dictionary of Greek
ανταπολογούμαι — ἀνταπολογοῡμαι ( έομαι) (Α) απολογούμαι, αποκρούω μια κατηγορία με την απολογία μου … Dictionary of Greek
απηλογιέμαι — κ. απηλογάμαι απολογιέμαι, δίνω απόκριση, απαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απολογούμαι το η της β συλλαβής προήλθε από νεώτερη εσωτερική αύξηση (πρβλ. ανηβαίνω, κατηβαίνω κ.λπ.) και επεκτάθηκε με παρετυμολογική εξίσωση και στο ουσ. απηλογιά] … Dictionary of Greek
αποδικώ — ἀποδικῶ ( έω) (Α) απολογούμαι, υπερασπίζω τον εαυτό μου στο δικαστήριο … Dictionary of Greek
αποκρίνομαι — (AM ἀποκρίνομαι, Α κ. ἀποκρίνω) ( ομαι) 1. απαντώ, δίνω απάντηση 2. απολογούμαι (σε δικαστήριο) μσν. νεοελλ. ευθύνομαι, είμαι υπεύθυνος νεοελλ. 1. απαντώ με αυθάδεια 2. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ μσν. 1. απευθύνω τον λόγο (χωρίς να προηγηθεί… … Dictionary of Greek
απολογιέμαι — βλ. απολογούμαι … Dictionary of Greek
απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… … Dictionary of Greek