Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απολογούμαι

  • 1 απολογούμαι

    [апологумэ] ρ.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απολογούμαι

  • 2 ответ

    ответ
    м ἡ ἀπάντηση [-ις], ἡ ἀπόκριση[-ις]:
    остроу́мный \ответ ἡ εὔστοχη ἀπάντηση· давать \ответ ἀπαντῶ· ◊ держать \ответ δίνω λογο, ἀπολογοῦμαι· быть в \ответе εἶμαι ὑπεύθυνος, ὑπόλογος· привлекать кого-л. к \ответу ἐνάγω (или παραπέμπω) κάποιον στό δικαστήριο, ὑποβάλλω ἀγωγή· в \ответ он сказал... ἀπαντώντας είπε...

    Русско-новогреческий словарь > ответ

  • 3 оправдать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о
    1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.
    2. καλύπτω.
    3. δικαιώνω•

    события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•

    оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.

    4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.
    (οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•

    оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.

    1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).
    2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•

    теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.

    3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•

    все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > оправдать

  • 4 ответить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. απαντώ, δίνω απάντηση•

    ответить на вопрос απαντώ στο ερώτημα•

    ответить отказом απαντώ αρνητικά.

    || λέγω, διηγούμαι,• ответить урок λέγω το μάθημα.
    2. αποκρίνομαι, απολογούμαι/• αντικρένω. || (με διάφορες σημ.) απαντώ•

    ответить презрением на сплетню απαντώ περιφρονητικά στο κουτσομπολιό•

    ответить длинной речью απαντώ με μακρυγορία•

    на наш обстрел противник -ил пулемтным огнм στους πυροβολισμούς μας ο εχθρός απάντησε με πυρά πολυβόλων.

    || ανταποκρίνομαι, αποδίδω τα ίσια. || ανταποδίδω.
    3. ευθύνομαι, φέρω ευθύνη δίνω λόγο, λογοδοτώ•

    ты за это мне -ишь αυτό (που έκανες), θα μου το πλήρωσεις.

    Большой русско-греческий словарь > ответить

  • 5 отчёт

    α.
    1. απολογισμός• έκθεση• отчёт πέ•

    отчёт ред избирателями απολογισμός μπροστά στους εκλογείς•

    финансовый отчёт οικονομικός απολογισμός•

    отчёт местного комитета απολογισμός της τοπικής επιτροπής•

    годичный отчёт ετήσιος απολογισμός.

    2. απολογία•

    дать отчёт в своих дист-виях, поступках απολογούμαι για τις ενέργειες μου, τις πράξεις μου.

    εκφρ.
    дать (давить) себе отчёт – έχω γνώση (επίγνωση)• έχω συναίσθηση, συνείδηση•
    взять под отчёт – παίρνω με απόδοση λογαριασμού.

    Большой русско-греческий словарь > отчёт

  • 6 отчитаться

    ρ.σ. απολογούμαι, κάνω απολογισμό λογοδοτώ•

    отчитаться перед избирателями κάνω απολογισμό μπροστά στους εκλογείς.

    Большой русско-греческий словарь > отчитаться

  • 7 рассчитывать

    ρ.δ.
    1. βλ. рассчитать,
    2. σκοπεύω, έχω στο νου, προτίθεμαι• λογιάζω. || βασίζομαι, στηρίζομαι•

    рассчитывать на своих друзей υπολογίζω στους φίλους μου.

    3. υποθέτω.
    1. βλ. рассчитаться.
    2. λογοδοτώ, δίνω λογαριασμό• απολογούμαι•

    рассчитывать за свой поступки λογοδοτώ για τις πράξεις μου.

    Большой русско-греческий словарь > рассчитывать

См. также в других словарях:

  • απολογούμαι — απολογούμαι, απολογήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. απολογιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απολογούμαι — και απολογιέμαι και απολογιούμαι ήθηκα, αποκρούω κατηγορία εναντίον μου, υπερασπίζω τον εαυτό μου, δικαιολογιέμαι: Ο κατηγορούμενος ζήτησε και νέα προθεσμία, για να απολογηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολογούμαι — κ. γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῡμαι) [απόλογος] 1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία μσν. νεοελλ. αποκρίνομαι, απαντώ αρχ. 1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι 2. (το αρσ …   Dictionary of Greek

  • ἀπολογοῦμαι — ἀπολογέομαι speak in defence pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπολογέομαι speak in defence pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπολόγητος — η, ο (Α ἀναπολόγητος, ον) [ἀπολογοῡμαι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί 2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος …   Dictionary of Greek

  • ανταπολογούμαι — ἀνταπολογοῡμαι ( έομαι) (Α) απολογούμαι, αποκρούω μια κατηγορία με την απολογία μου …   Dictionary of Greek

  • απηλογιέμαι — κ. απηλογάμαι απολογιέμαι, δίνω απόκριση, απαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απολογούμαι το η της β συλλαβής προήλθε από νεώτερη εσωτερική αύξηση (πρβλ. ανηβαίνω, κατηβαίνω κ.λπ.) και επεκτάθηκε με παρετυμολογική εξίσωση και στο ουσ. απηλογιά] …   Dictionary of Greek

  • αποδικώ — ἀποδικῶ ( έω) (Α) απολογούμαι, υπερασπίζω τον εαυτό μου στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • αποκρίνομαι — (AM ἀποκρίνομαι, Α κ. ἀποκρίνω) ( ομαι) 1. απαντώ, δίνω απάντηση 2. απολογούμαι (σε δικαστήριο) μσν. νεοελλ. ευθύνομαι, είμαι υπεύθυνος νεοελλ. 1. απαντώ με αυθάδεια 2. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ μσν. 1. απευθύνω τον λόγο (χωρίς να προηγηθεί… …   Dictionary of Greek

  • απολογιέμαι — βλ. απολογούμαι …   Dictionary of Greek

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»