Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

απολιθώνω

  • 1 απολιθώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) превращать в камень; 2) перен. приводить в оцепенение, поражать;

    απολιθώνομαι [-ούμαι (ο)]

    1) — превращаться в камень, каменеть;

    2) перен. окаменеть, остолбенеть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απολιθώνω

См. также в других словарях:

  • απολιθώνω — απολιθώνω, απολίθωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απολιθώνω — (AM ἀπολιθῶ, όω) [λιθώνω] μεταβάλλω, μεταμοφώνω σε λίθο νεοελλ. κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω …   Dictionary of Greek

  • απολιθώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. μεταβάλλω κάτι σε πέτρα: Στη Λέσβο υπάρχουν απολιθωμένα δέντρα. 2. κάνω κάποιον να μείνει άφωνος: Μου έριξε μια τόσο άγρια ματιά που πραγματικά με απολίθωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμαρμαρώνω — 1. αποκαθιστώ οικοδόμημα στην παλαιά του μορφή καλύπτοντας το με πλάκες μαρμάρου 2. κατασκευάζω εκ νέου ένα κτήριο με μάρμαρο 3. (στα παραμύθια) μεταμορφώνω έμψυχο σε πέτρα, απολιθώνω …   Dictionary of Greek

  • εκλιθώ — ἐκλιθῶ ( όω) (Μ) μεταβάλλω σε πέτρα, απολιθώνω …   Dictionary of Greek

  • εναπολιθώ — ἐναπολιθῶ ( όω) (Μ) απολιθώνω, μεταβάλλω σε πέτρα …   Dictionary of Greek

  • καταπετρώ — καταπετρῶ, όω (Α) 1. θανατώνω με λιθοβολισμό 2. ρίχνω κάτω κάποιον από το ύψος ενός βράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πετρῶ «λιθοβολώ, απολιθώνω» (< πέτρα)] …   Dictionary of Greek

  • λιθουργώ — λιθουργῶ, έω (Α) [λιθουργός] 1. κατεργάζομαι κοινό ή πολύτιμο λίθο 2. μεταβάλλω κάτι σε λίθο, απολιθώνω («γυῑα λιθουργήσας ματρὶ χαριζόμενος, Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • λιθώνω — (AM λιθῶ, όω, Μ και λιθώνω και λιθιώνω) [λίθος] μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω αρχ. 1. (ως απρόσ.) λιθοῡται γίνεται απολίθωση 2. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ λελιθωμένον το λιθόστρωτο …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρώνω — (AM μαρμαρῶ, όω, Μ και μαρμαρώνω [μάρμαρος] 1. καλύπτω ή επενδύω ή επιστρώνω ή περιβάλλω κάτι με μάρμαρο («μαρμάρωσα το λουτρό») 2. μεταβάλλω κάτι σε μάρμαρο, απολιθώνω, πετρώνω («η μάγισσα μαρμάρωσε το βασιλόπουλο») νεοελλ. 1. μτφ. μένω άναυδος… …   Dictionary of Greek

  • προσπωρώ — όω, Α σκληραίνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πωρῶ, «απολιθώνω, σκληραίνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»