-
1 αποκτηνώνω
[-ώ (ο)] μετ. доводить до скотского состояния, до скотства -
2 αποκτηνώνω
hayvanlaştırmak, ahlaksızlaştırmak -
3 αποχτηνώνω
см. αποκτηνώνω
См. также в других словарях:
αποκτηνώνω — αποκτηνώνω, αποκτήνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκτηνώνω — κ. χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, όω) [κτήνος] μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό») … Dictionary of Greek
αποκτηνώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μεταβάλλω κάποιον σε κτήνος, αποβλακώνω: Το πιοτό κι οι καταχρήσεις τον αποκτήνωσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκβαρβαρώνω — εκβαρβάρωσα, εκβαρβαρώθηκα, εκβαρβαρωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον τελείως βάρβαρο, τον αποκτηνώνω. 2. παθ., εκβαρβαρώνομαι γίνομαι εντελώς βάρβαρος, αποθηριώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)