Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αποκτηνώνω

См. также в других словарях:

  • αποκτηνώνω — αποκτηνώνω, αποκτήνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκτηνώνω — κ. χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, όω) [κτήνος] μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό») …   Dictionary of Greek

  • αποκτηνώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μεταβάλλω κάποιον σε κτήνος, αποβλακώνω: Το πιοτό κι οι καταχρήσεις τον αποκτήνωσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκβαρβαρώνω — εκβαρβάρωσα, εκβαρβαρώθηκα, εκβαρβαρωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον τελείως βάρβαρο, τον αποκτηνώνω. 2. παθ., εκβαρβαρώνομαι γίνομαι εντελώς βάρβαρος, αποθηριώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»