-
1 αποκρύπτομαι
-
2 ἀποκρύπτομαι
-
3 ἀποκρύπτομαι
med. (с 2 винит.) скрываю от кого что -
4 утаить
утаю, утаишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утанный βρ: -ан, -аена, -аеноρ.σ.μ.1. κρύβω, κρατώ μυστικό•утаить правду κρύβω την αλήθεια•
он -ит, что е любит αυτός το κρύβει ότι την αγαπάει.
|| κρύβω (έτσι που ναμη φαίνεται)•шило в мешке не -ишь παρμ. το σουβλί στο σακκί δεν κρύβεται, κανένακρυφό δε μένει μυστικό.
2. ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι (κρυφά)• υφαρπάζω• υπεξαιρώ.κρύβομαι-αποκρύπτομαι.
См. также в других словарях:
αποκρύπτομαι — αποκρύπτομαι, αποκρύφθηκα και αποκρύφτηκα, αποκρυμμένος βλ. πίν. 12 και πρβλ. αποκρύβομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποκρύπτομαι — ἀποκρύπτω hide from pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρύβομαι — αποκρύβομαι, αποκρύφτηκα, αποκρυμμένος βλ. πίν. 8 και πρβλ. αποκρύπτομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής