-
1 αποκρυφισμός
[апокрифизмос] ουσ. а. оккультизм,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποκρυφισμός
См. также в других словарях:
αποκρυφισμός — αποκρυφισμός, ο και αποκρυφολογία, η η ενασχόληση με τις λεγόμενες απόκρυφες δυνάμεις, με ορισμένα φαινόμενα που δεν μπορεί ακόμη να εξηγήσει η επιστήμη, όπως η τηλεπάθεια, η υποβολή, η μαγεία κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
μυστηριολογία — η 1. η μελέτη, η περιγραφή και η ερμηνεία τών μυστηρίων, δηλαδή τών απόκρυφων τελετών και διδασκαλιών τών αρχαίων θρησκειών 2. ο αποκρυφισμός, η φιλοσοφική και ηθικολογική ερμηνεία τού βαθύτερου νοήματος τών αρχαίων μυστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek