-
1 декодирование
η αποκρυπτογράφηση-ть αποκωδικοποιώ, αποκρυπτογραφώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > декодирование
-
2 дешифрировать
1. (разбирать написанное шифром) αποκρυπτογραφώ 2. (перено-сить частоту) μεταθέτω τη συχνότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дешифрировать
-
3 расшифровывать
(данные наблюдений) ερμηνεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расшифровывать
-
4 расшифровать
расшифроватьсов, расшифровывать несов ἀποκρυπτογραφώ. -
5 decipher
1) (to translate (writing in code) into ordinary, understandable language: They deciphered the spy's letter.) αποκρυπτογραφώ2) (to make out the meaning of (something which is difficult to read): I can't decipher his handwriting.) (για δυσανάγνωστα κείμενα κτλ.) βγάζω νόημα από... -
6 unscramble
(to decode (a message) or make clear the words of (a telephone message).) αποκρυπτογραφώ, αποκωδικοποιώ -
7 расшифровывать
[ρασσυφρόβυβατ'] ρ. αποκρυπτογραφώ -
8 расшифровывать
[ρασσυφρόβυβατ'] ρ αποκρυπτογραφώ -
9 дешифрировать
-
10 расшифровать
ρ.σ.μ. αποκρυπτογραφώ. || εξηγώ, ερμηνεύω•как расшифровать его слова? πως να ερμηνεύσω τα λόγια του;
См. также в других словарях:
αποκρυπτογραφώ — αποκρυπτογραφώ, αποκρυπτογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκρυπτογραφώ — διαβάζω και ερμηνεύω κρυπτογραφικό κείμενο … Dictionary of Greek
αποκρυπτογραφώ — ησα, ήθηκα, φημένος, ερμηνεύω κρυπτογράφημα: Οι μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα κρυπτογραφήματα των πιθανών αντιπάλων τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντεσιφράρισμα — το (διαλ.) ανάγνωση δυσανάγνωστης και δυσνόητης γραφής, αποκρυπτογράφηση γραφής η οποία είναι δύσκολο να αναγνωστεί με την πρώτη ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dechiffrement «ανάγνωση συνθηματικών γραμμάτων, αποκρυπτογράφηση» < γαλλ. dechiffrer… … Dictionary of Greek
σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… … Dictionary of Greek