-
1 αποκρέμασμα
-
2 ἀποκρέμασμα
-
3 ἀποκρέμασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκρέμασμα
См. также в других словарях:
ἀποκρέμασμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρέμασμα — το (Μ ἀποκρέμασμα) το να κρέμεται ή να γέρνει κάτι προς τα κάτω … Dictionary of Greek