Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποκληρώνω

  • 1 αποκληρώνω

    [апоклироно] р. лишать наследства,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποκληρώνω

  • 2 лишать

    лишать
    несов (кого-л., чего-л.) στερώ, ἀποστερώ, ἀφαιρώ:
    \лишать гражданских прав ἀποστερώ τῶν πολιτικών δικαιωμάτων \лишать свободы φυλακίζω· \лишать наследства ἀποκληρώνω· \лишать кого-л. жизни σκοτώνω κάποιον, ἀφαιρώ τή ζωή κάποιού \лишать себя жизни αὐτοκτονω.

    Русско-новогреческий словарь > лишать

  • 3 лишить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шею
    ρ.σ.μ.
    στερώ, αποστερώ αφαιρώ•

    лишить свободы στερώ της ελευθερίας•

    лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•

    -возможности στερώ της δυνατότητας•

    лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•

    лишить наследства αποκληρώνω•

    лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.

    εκφρ.
    лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•
    лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).
    στερούμαι, χάνω•

    лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•

    лишить разума χάνω το λογικό•

    чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•

    доверия χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ).

    Большой русско-греческий словарь > лишить

  • 4 наследство

    ουδ.
    1. κληρονομιά, κληρονόμημα•

    оставить большое наследство αφήνω μεγάλη κληρονομιά•

    получить наследство παίρνω κληρονομιά•

    раздел -а μοίρασμα της κληρονομιάς•

    права -ва δικαιώματα κληρονομιάς•

    лишить -а στερώ της κληρονομιάς, αποκληρώνω•

    литературное наследство (μτφ.) λογοτεχνική κληρονομιά.

    2. διαδοχή•

    война за испанское наследство πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (των λατινοαμερικανικών κτήσεων).

    εκφρ.
    по -уεπίρ. κληρονομικά, από κληρονομιά.

    Большой русско-греческий словарь > наследство

См. также в других словарях:

  • αποκληρώνω — αποκληρώνω, αποκλήρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκληρώνω — (Μ ἀποκληρώνω, AM ἀποκληρῶ, όω) αποκλείω κάποιον από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει αρχ. μσν. παραχωρώ δικαίωμα, προνόμιο κ.λπ. μσν. αποξενώνω κάποιον από τα κτήματα ή τις κτήσεις του αρχ. 1. εκλέγω κάποιον σ ένα αξίωμα με κλήρο 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποκληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, στερώ κάποιον από το δικαίωμα της κληρονομιάς: Αποκλήρωσε το γιο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • παραμοιράζω — Α αποκληρώνω …   Dictionary of Greek

  • συναποκληρώνω — συναποκληρῶ, όω, ΝΜΑ νεοελλ. αποκληρώνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον μσν. αρχ. εκλέγω ή διορίζω κάποιον με κλήρο μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκληρῶ, ώνω «εκλέγω κάποιον με κλήρο, αποκλείω κάποιον από την κληρονομική μερίδα που …   Dictionary of Greek

  • αποκηρύσσω — και αποκηρύχνω ξα, χτηκα, γμένος, απαρνιέμαι, αποκληρώνω: Οι εκλογείς απειλούν ότι θα αποκηρύξουν τους βουλευτές της περιφέρειάς τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»