-
1 αποκληρωτικος
-
2 αποκληρωτικός
η, όν лишающий наследства
См. также в других словарях:
ἀποκληρωτικός — choosing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκληρωτικός — ή, ό (Α ἀποκληρωτικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την αποκλήρωση αρχ. 1. αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην τύχη 2. «ἀποκληρωτικός λόγος» ο ασαφής … Dictionary of Greek
ἀποκληρωτικόν — ἀποκληρωτικός choosing masc acc sg ἀποκληρωτικός choosing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκληρωτικῶς — ἀποκληρωτικός choosing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκληρωτικώτατος — ἀποκληρωτικός choosing masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκληρωτικάς — ἀποκληρωτικά̱ς , ἀποκληρωτικός choosing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)