-
1 αποκαλύπτω
[апокалипто] р. раскрывать, обнажать, открывать (памятник и т. п.).Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποκαλύπτω
-
2 разоблачать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разоблачать
-
3 обнажать
обнаж||атьнесов1. (ἀπο)γυμνώνω, ξεγυμνώνω:\обнажать голову βγάζω τό καπέλλο μου, μένω ἀσκεπής· ветер \обнажатьйл деревья ὁ ἄνεμος ξεγύμνωσε τά δένδρα·2. (делать видимым, доступным) ἀποκαλύπτω, ἀφήνω ἀκάλυπτο:\обнажать саблю ξεσπαθώνω, τραβώ τό σπαθί μου· \обнажать нерв ἀποκαλύπτω τό νεΰρο[ν]· \обнажать фланги воен. ἀφήνω ἀκάλυπτα τά πλευρά·3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτω, βγάζω στά φανερά:\обнажать противоречия ἀποκαλύπτω τίς ἀντιθέσεις. -
4 раскрывать
раскрыв||атьнесов1. ἀνοίγω, ξεσκεπάζω·2. (обнажать) ξεγυμνώνω, ἀποκαλύπτω·3. перен (обнаруживать) ξεσκεπάζω, ἀποκαλύπτω, φανερώνω:\раскрывать преступление ἀποκαλύπτω τό Εγκλημα· \раскрывать тайну ἀποκαλύπτω τό μυστικό, ἐκμυστηρεύομαι· ◊ \раскрывать свой карты ἀνοίγω τά χαρτιά μου. -
5 открывать
открыватьнесов1. ἀνοίγω/ ξεσκεπάζω (что-л. покрытое):\открывать дверь ἀνοίγω τήν πόρτα· \открывать грудь ξεστηθώνομαν \открывать зонт ἀνοίγω τήν όμπρέλλα·2. (учреждение и т. п.) ἀνοίγω, εγκαινιάζω / αποκαλύπτω (памятник и т. п.)·3. (разоблачать) αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω:\открывать правду φανερώνω τήν αλήθεια· \открывать тайну αποκαλύπτω τό μυστικό·4. (о научных открытиях) ανακαλύπτω/ εφευρίσκω (изобретать)·5. (начинать что-л.) ἀνοίγω, ἀρχίζω:\открывать военные действия ἀρχίζω τίς εχθροπραξίες, ἀρχίζω τίς πολεμικές επιχειρήσεις· \открывать огонь ἀνοίγω πυρά· \открывать собрание ἀνοίγω τήν συνεδρίαση· \открывать счёт а) (в сберкассе и т. η.) ἀνοίγω λογαριασμό, б) спорт. ἀνοίγω τό σκορ· \открыватькредит ἀνοίγω πίστωση· ◊ \открывать кому-л. глаза на что-л. ἀνοίγω κάποιου τά μάτια· \открывать сердце кому́-л. ἀνοίγω κάποιου τήν καρδιά μου· \открывать карты ἀνοίγω τά χαρτιά μου. -
6 обнаружить
-жу, -жишьρ.σ.μ.1. αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω, εμφαίνω εκδηλώνω, εξωτερικεύω•обнаружить своё желание εκδηλώνω την επιθυμία μου•
обнаружить тайные замысли врагов αποκαλύπτω τα μυστικά σχέδια των εχθρών•
обнаружить преступление αποκαλύπτω το έγκλημα.
2. ανεβρί-σκω•обнаружить противника ανεβρίσκω τον αντίπαλο.
3. διαπιστώνω.1. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εμφανίζομαι, βγαίνω στα φόρα• εκδηλώνομαι, εξωτερικεύομαι.2. (αν ε) βρίσκομαι•потрянные письма -лись οι χαμένες επιστολές βρέθηκαν.
|| γίνομαι φανερός•скоро -лось, что... γρήγορα έγινε φανερό ότι...
-
7 вскрывать
вскрывать, вскрыть 1) (открыть) ανοίγω 2) (обнаружить) αποκαλύπτω* * *= вскрыть1) ( открыть) ανοίγω2) ( обнаружить) αποκαλύπτω -
8 выявить
выявить, выявлять (обна ружить) αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, ξεσκεπάζω εκδηλώνω (проявить)* * *= выявлять( обнаружить) αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, ξεσκεπάζω; εκδηλώνω ( проявить) -
9 обнаруживать
обнаруживать, обнаружить αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω \обнаруживаться φανερώνομαι* * *= обнаружитьαποκαλύπτω, ξεσκεπάζω -
10 открыть
открыть 1) ανοίγω 2) (музей, выставку и т. л.) εγκαινιάζω 3) (собрание, прения и т. л.) αρχίζω, ανοίγω 4) (обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω \открыться 1) ανοίγομαι 2) (начинаться) ανοίγω, αρχίζω* * *1) ανοίγω2) (музей, выставку и т. п.) εγκαινιάζω3) (собрание, прения и т. п.) αρχίζω, ανοίγω4) ( обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω -
11 разоблачать
-
12 раскрывать
раскрывать, раскрыть 1) (открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω 2) (обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω \раскрываться 1) ανοίγομαι, ξεσκεπάζομαι 2) (обнаружиться) αποκαλύπτομαι* * *= раскрыть1) ( открыть) ανοίγω, ξεσκεπάζω2) ( обнаружить) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω -
13 изобличать
изоблич||атьнесов ξεσκεπάζω, ἀποκαλύπτω, καταγγέλλω:\изобличать в преступлении ἀποκαλύπτω σάν ἔνοχον ἐγκλήματος. -
14 обнаруживать
обнару́ж||иватьнесов1. (делать видимым, показывать) φανερώνω, δείχνω, ἀποκαλύπτω:\обнаруживатьивать радость ἐκδηλώνω χαρά·2. (выказывать, проявлять) ἐκδηλώνω, φανερώνω, ἐμφανίζω·3. (отыскивать) ἀνακαλύπτω, βρίσκω, εὐρίσκω / ἀποκαλύπτω (раскрывать). -
15 открыть
-рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -оρ.σ.1. ανοίγω•открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•
открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•
открыть окно ανοίγω το παράθυρο•
открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•
открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.
|| ξεκλειδώνω•открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.
|| μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•открыть границу ανοίγω τα σύνορα•
открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.
2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.
3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•открыть газ ανοίγω το γκαζ•
открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•
открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•
открыть клуб ανοίγω λέσχη.
4. αρχίζω•открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•
открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•
открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.
5. αποκαλύπτω, φανερώνω•открыть тайну εκμυστηρεύομαι.
6. ανακαλύπτω•колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.
εκφρ.открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.1. ανοίγω•чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•
книга -лась το βιβλίο άνοιξε.
|| ξεκλειδώνομαι•дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.
2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•-лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.
4. αρχίζω,κάνω έναρξη•театр -лся το θέατρο άνοιξε.
5. εκμυστηρεύομαι όλα.6. (για πληγή) ανοίγω.εκφρ.глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω). -
16 раскрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. ανοίγω•раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•
раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•
раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•
раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•
раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•
раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•
раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•
раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•
раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.
|| μτφ. εκμυστηρεύομαι•он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.
εκφρ.раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.1. ανοίγω, -ομαι•окно -лось το παραθύρι άνοιξε•
дверь -лась η πόρτα άνοιξε•
все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.
|| ανθίζω•розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.
2. φαίνομαι•перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.
3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.
4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•-лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.
5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά. -
17 вскрывать
1. горн. εκσκάπτω, σκάβω, διανοίγω 2. (распечатывать) αποσφραγίζωανοίγω3. мед. (труп) κάνω νεκροψίανεκροτομώ(напр. нарыв) ανοίγω (π χ το απόστημα)4. (обнаруживать, выявлять) αποκαλύπτω, φανερώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вскрывать
-
18 выявлять
1. (проявлять) εκδηλώνω, φανερώνω 2. (обнаруживать) ανιχνεύω, ανακαλύπτω, αποκαλύπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выявлять
-
19 обнаруживать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обнаруживать
-
20 открывать
1. (освободить от чего-л. закрывающего) ανοίγω 2. (обнаруживать, раскрывать) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω 3. (обнародовать) δημοσιοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открывать
См. также в других словарях:
ἀποκαλύπτω — uncover pres subj act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκαλύπτω — αποκαλύπτω, αποκάλυψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον … Dictionary of Greek
αποκαλύπτω — ψα, φτηκα, μμένος 1. ξεσκεπάζω, βγάζω στη φόρα: Αποκαλύφτηκαν τα σχέδια των οργανωτών του πραξικοπήματος. 2. σέβομαι, θαυμάζω κάποιον: Μπροστά σ αυτόν αποκαλύπτομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκαλύπτῃ — ἀποκαλύπτω uncover pres subj mp 2nd sg ἀποκαλύπτω uncover pres ind mp 2nd sg ἀποκαλύπτω uncover pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλύψουσι — ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκαλύπτω uncover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκαλύπτω uncover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλύψω — ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover fut ind act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκαλυμμένα — ἀποκαλύπτω uncover perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποκεκαλυμμένᾱ , ἀποκαλύπτω uncover perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποκεκαλυμμένᾱ , ἀποκαλύπτω uncover perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεκαλύφθην — ἀποκαλύπτω uncover aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀποκαλύπτω uncover aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεκάλυπτον — ἀποκαλύπτω uncover imperf ind act 3rd pl ἀποκαλύπτω uncover imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλυπτομένων — ἀποκαλύπτω uncover pres part mp fem gen pl ἀποκαλύπτω uncover pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)