Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αποκαθίσταμαι

См. также в других словарях:

  • αποκαθίσταμαι — αποκαθίσταμαι, αποκαταστάθηκα, αποκατεστημένος και αποκαταστημένος βλ. πίν. 133 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποκαθίσταμαι — ἀποκαθίστημι re establish pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… …   Dictionary of Greek

  • επανέρχομαι — (AM ἐπανέρχομαι) 1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.) 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο) νεοελλ. αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι… …   Dictionary of Greek

  • μετασταίνω — (Μ) 1. μεταβάλλω, μεταπλάθω 2. μετακινώ 3. απομακρύνω 4. μεταγγίζω 5. (το μέσ.) μετασταίνομαι α) αλλάζω θέση, απομακρύνομαι, μετακινούμαι β) γυρίζω ή στρέφομαι προς τα πίσω γ) γνωρίζω βελτίωση, αποκαθίσταμαι δ) αναστατώνομαι, ταράζομαι ε) πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδώ — (ΑΜ ὀρθοποδῶ, έω) [ορθόπους] νεοελλ. 1. στέκομαι όρθιος στα πόδια μου ή σηκώνομαι και παίρνω όρθια στάση, στέκομαι στο πόδι 2. μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, αποκαθίσταμαι, ευδοκιμώ μσν. αρχ. βαδίζω κατευθείαν, προς τα εμπρός αρχ. μτφ. ακολουθώ τον… …   Dictionary of Greek

  • προαποκαθίσταμαι — Α (για οίδημα) θεραπεύομαι πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποκαθίσταμαι «επανέρχομαι στην προηγούμενη κατάσταση»] …   Dictionary of Greek

  • συνάλθομαι — Α (για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏՍՊԱՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0622 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c ձ. ἁντέχομαι recipio me καταφύγω confugio. Ապաստան լիել ընդ հովանեաւ. ապաւինիլ. սղնմագ. *Փայտ կենաց է ամենեցուն՝ որ պատսպարին ʼի նա. Առակ. ՟Գ. 18: *Ստ պատսպարեցաւ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»