Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αποικίζομαι

См. также в других словарях:

  • αποικίζομαι — αποικίζομαι, αποικίστηκα, αποικισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποικίζομαι — ἀποικίζω send away from home pres ind mp 1st sg ἀποικίζω send away from home pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοικίζω — (AM ἐνοικίζω) [ένοικος] 1. βάζω κάτι ή κάποιον σ έναν τόπο, εγκαθιστώ 2. αποικίζομαι, εγκαθίσταμαι ως κάτοικος σε έναν τόπο 3. ασχολούμαι με κάτι («τίνα βίον βεβίωκε καὶ τίσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνῳκίσθη», Πλάτ.) 4. εγκαθιστώ μισθωτή, ενοικιαστή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»