-
1 αποικίζομαι
ἀποικίζωsend away from home: pres ind mp 1st sgἀποικίζωsend away from home: pres ind mp 1st sg -
2 ἀποικίζομαι
ἀποικίζωsend away from home: pres ind mp 1st sgἀποικίζωsend away from home: pres ind mp 1st sg
См. также в других словарях:
αποικίζομαι — αποικίζομαι, αποικίστηκα, αποικισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποικίζομαι — ἀποικίζω send away from home pres ind mp 1st sg ἀποικίζω send away from home pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοικίζω — (AM ἐνοικίζω) [ένοικος] 1. βάζω κάτι ή κάποιον σ έναν τόπο, εγκαθιστώ 2. αποικίζομαι, εγκαθίσταμαι ως κάτοικος σε έναν τόπο 3. ασχολούμαι με κάτι («τίνα βίον βεβίωκε καὶ τίσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνῳκίσθη», Πλάτ.) 4. εγκαθιστώ μισθωτή, ενοικιαστή … Dictionary of Greek