-
1 αποικία
ἀποικίᾱ, ἀποικίαsettlement far from home: fem nom /voc /acc dual (ionic)ἀποικίᾱ, ἀποικίαsettlement far from home: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————ἀποικίαι, ἀποικίαsettlement far from home: fem nom /voc pl (ionic)ἀποικίᾱͅ, ἀποικίαsettlement far from home: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ἀποικία
1 colony, settlement ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ ( ἐποικίᾳ e Σ Hermann: τουτέστι ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) O. 1.24 ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) I. 7.12 -
3 αποικια
ион. ἀποικίη ἥ поселение, колония Pind., Aesch., Her., Thuc., Plat., Arst., Aeschin., Polyb., Plut., Luc. -
4 ἀποικία
Βλ. λ. αποικία -
5 ἀποικίᾳ
Βλ. λ. αποικία -
6 αποικία
η1) колоний; поселение; 2) полит, колония -
7 ἀποικία
ἡ ἀπ|οικία переселение, выселки; колония -
8 ἀποικία
-ας ἡ N 1 0-1-17-9-4=31 JgsB 18,30; Jer 13,19; 30,19(49,3); 31(48),7; 35(28),4colony Wis 12,7; captivity, exile Jer 36(29),1; place of captivity Ezr 1,11 Cf. LARCHER 1985, 712 -
9 αποικία
[апикиа] ουσ θ колония, поселение. -
10 ἀποικία
A settlement far from home, colony, Pi.O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, IG1.31, etc.; correlative to μητρόπολις, Th.1.34; εἰς ἀ. στέλλειν, ἄγειν, send, lead to form a settlement, Hdt.4.147, 5.124;ἀ. κτίσαι A.Pr. 814
;ἀ. ἐκπέμπειν Th.1.12
; ἀ. κηρύσσειν ἐς τόπον ib. 27;ἀ. ποιεῖσθαι Pl.Lg. 702c
; στέλλειν (of the οἰκιστής) Str.8.6.22; ἀποστέλλειν (of the μητρόπολις) Aeschin.2.176; ἡ κώμη ἀ. οἰκίας is an offshoot from.., Arist.Pol. 1252b17.2 migration, Ph.2.410.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικία
-
11 ἀποικία
ἀπ-οικία, Auswanderung, bes. Ansiedlung, Pflanzstadt -
12 αποικία
colonie -
13 αποικία
1) kolonia (f) rzecz.2) osada (f) rzecz. -
14 αποικία
1) kolonie2) osada -
15 αποικία
colonyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποικία
-
16 αποικίας
ἀποικίᾱς, ἀποικίαsettlement far from home: fem acc pl (ionic)ἀποικίᾱς, ἀποικίαsettlement far from home: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
17 ἀποικίας
ἀποικίᾱς, ἀποικίαsettlement far from home: fem acc pl (ionic)ἀποικίᾱς, ἀποικίαsettlement far from home: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
18 αποικίαι
ἀποικίαsettlement far from home: fem nom /voc pl (ionic)ἀποικίᾱͅ, ἀποικίαsettlement far from home: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
19 ἀποικίαι
ἀποικίαsettlement far from home: fem nom /voc pl (ionic)ἀποικίᾱͅ, ἀποικίαsettlement far from home: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
20 ἀπ-οίκιος
ἀπ-οίκιος ( ἀποικία), zur Kolonie gehörig, γράμματα Harpocr., wo falsch ἀποικία steht.
См. также в других словарях:
ἀποικία — ἀποικίᾱ , ἀποικία settlement far from home fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀποικίᾱ , ἀποικία settlement far from home fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποικία — η 1. νεότερη πόλη ιδρυμένη σ άλλον τόπο από τους πολίτες παλιότερης πόλης (μητρόπολης): Η Κέρκυρα ήταν αποικία της Κορίνθου. 2. χώρα που βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία άλλου, απομακρυσμένου, κράτους: Η Αγκόλα ήταν πορτογαλική αποικία. 3. ομάδα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποικίᾳ — ἀποικίαι , ἀποικία settlement far from home fem nom/voc pl (ionic) ἀποικίᾱͅ , ἀποικία settlement far from home fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποικία — Στην αρχαία εποχή, α. ονομαζόταν η πόλη που χτιζόταν από κατοίκους μιας πόλης σε άλλη χώρα. Από τον 15o αι. μ.Χ., α. ονομάζεται μια περιοχή εξαρτημένη από άλλη χώρα, που εκμεταλλεύεται τους οικονομικούς κυρίως πόρους της (βλ. λ. αποικιοκρατία).… … Dictionary of Greek
ἀποικίας — ἀποικίᾱς , ἀποικία settlement far from home fem acc pl (ionic) ἀποικίᾱς , ἀποικία settlement far from home fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίαι — ἀποικία settlement far from home fem nom/voc pl (ionic) ἀποικίᾱͅ , ἀποικία settlement far from home fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίαν — ἀποικίᾱν , ἀποικία settlement far from home fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυλωνία — Αποικία των αρχαίων Ελλήνων στην Ιταλία. Λεγόταν και Καυλωνία (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
ἀποικιέων — ἀποικία settlement far from home fem gen pl (epic ionic) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικιῶν — ἀποικία settlement far from home fem gen pl (ionic) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίαις — ἀποικία settlement far from home fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)