-
1 αποθεώνω
[апотэоно] р. обожествлять, боготворить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποθεώνω
-
2 αποθεώνω
[αμπαγκριβάτ'] ρ θερμαίνω, ζεσταίνω -
3 обоготворить
обоготворитьсов, обоготворять несов θεοποιώ, ἀποθεώνω. -
4 обожествлять
обожеств||ля́тьнесов ἀποθεώνω, θεοποιῶ. -
5 обоготворять
[*][αμπαγκατβαργιάτΊ ρ. αποθεώνω -
6 обожествлять
[αμπαζυστβλιάτ"] ρ. αποθεώνω -
7 обожествлять
[αμπαζυστβλιάτ"] ρ αποθεώνω -
8 возвеличить
-чу, -чишь, ρ.σ.μ. παλ. εξαίρω, μεγαλύνω, εξυψώνω, υπερυψώνω, εκθειάζω, αποθεώνω, ανεβάζω στα ουράνια.εξυψώνομαι, μεγαλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 небо
-а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•голубое небо γαλάζιος ουρανός•
поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•
облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.
εκφρ.это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•-у жарко (будет, станет – κ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•(отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας. -
10 обоготворить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обоготворенный, βρ: -рен, -рена, -рено; ρ.σ.μ. θεοποιώ, αποθεώνω.
См. также в других словарях:
αποθεώνω — αποθεώνω, αποθέωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποθεώνω — (AM ἀποθεῶ, όω) θεοποιώ κάποιον, από θνητό τον μεταβάλλω σε αθάνατο νεοελλ. 1. αποδίδω σε κάποιον θεϊκές τιμές, τον τιμώ σαν θεό 2. εκθειάζω, εξυμνώ, περιβάλλω με δόξα 3. υποδέχομαι κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, τον ζητωκραυγάζω 4. ταλαιπωρώ… … Dictionary of Greek
αποθεώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, εγκωμιάζω κάποιον υπερβολικά, υποδέχομαι με ενθουσιασμό: Οι φίλοι του ποδοσφαίρου αποθέωσαν τους νικητές ποδοσφαιριστές στη χθεσινή επιστροφή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθειώ — ἀποθειώ ( όω) (Α) 1. αποθεώ*, αποθεώνω 2. φρ. «ἀποθειῶ λόγον» καλύπτω τα νοήματα με μυστηριώδη γλώσσα … Dictionary of Greek
εκθειάζω — (Α ἐκθειάζω και ἐκθειῶ, όω) εξαίρω με επαίνους, εγκωμιάζω αρχ. 1. θεοποιώ, αποθεώνω 2. τοποθετώ κάποιον σε ίση μοίρα με τους θεούς, λατρεύω ως θεό 3. (για πράγμ.) καθιστώ κάτι αντικείμενο λατρείας … Dictionary of Greek
εκθειώ — (I) ἐκθειῶ ( όω) (Α) εκθειάζω, αποθεώνω. (II) ( όω) (AM ἐκθειῶ) αφαιρώ από κάποια ύλη το θειάφι που έχει, ξεθειαφίζω … Dictionary of Greek
εκθεώ — ἐκθεῶ ( όω) (Α) θεοποιώ, αποθεώνω 2. (για ναό ή ιερό τόπο) εγκαινιάζω 3. πνίγω ιερό ζώο για μαγικούς σκοπούς … Dictionary of Greek
θεοποιώ — θεοποίησα, θεοποιήθηκα, θεοποιημένος 1. κάνω κάποιον θεό: Οι αρχαίοι Έλληνες θεοποίησαν τον έρωτα. 2. εξυμνώ πολύ, αποθεώνω, αποδίδω ιδιότητες θεού σε κάποιον: Οι οπαδοί αυτού του κόμματος έχουν θεοποιήσει τον αρχηγό τους. – Στην εποχή μας οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)