-
1 αποθαλασσώνω
[-ώ (ο)] μετ. приводить в полный беспорядок;1) — взлетать (о гидроплане);αποθαλασσώνομαι [-ούμαι (ρ)] αμετ.
2) приходить в полный беспорядок;3) попадать в трудное положение
См. также в других словарях:
αποθαλασσώνομαι — αποθαλασσώνομαι, αποθαλασσώθηκα, αποθαλασσωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποθαλασσώνομαι — ώθηκα, ωμένος, ανυψώνομαι από τη θάλασσα: Το υδροπλάνο αποθαλασσώθηκε πολύ γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)