-
1 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
2 склад
склад 1-а α.αποθήκη•склад оружия οπλαποθή-κη•
торговый склад εμπορική αποθήκη•
вещевой склад αποθήκη πραγμάτων•
дровяной склад ξυλαποθήκη•
продовольственный склад αποθήκη τροφίμων•
склад боеприпасов αποθήκη πυρομαχικών.
склад 2-а (-у) α.1. κράση• ιδιοσυγκρασία, πάστα• χαρακτήρας•душевный склад ψυχοσύνθεση•
нравственный склад ηθικός χαρακτήρας;
διάπλαση•физический склад σωματική διάπλαση.
|| μορφή, σχήμα, φιγούρα, κορμοστασιά•склад фигуры το κόψιμο, το σουλούπι.
2. τρόπος, είδος•жизни τρόπος ζωής.
|| δομή, φτιάξιμο, σύνθεση•трехголосый склад песни τρίφωνη σύνθεση του τραγουδιού.
|| κομψότητα, χάρη. || σειρά, νόημα. -
3 склад
склад Iм ἡ ἀποθήκη:дровяной \склад ἡ ξυλαποθήκη· \склад оружия ἡ ἀποθήκη ὀπλων, τό ὅπλοστάσιο[ν]· \склад боеприпасов ἡ ἀποθήκη πυρομαχικών продовольственный \склад ἡ ἀποθήκη τροφίμων заведующий \складом ὁ ἀποθηκάριος.склад IIм1. (характер) ἡ κράση, ἡ ψυχοσύνθεση [-ις]:\склад ума ἡ νοοτροπία· люди особого склада ἀνθρωποι ἰδιαίτερης πάστας· ◊ ни \складу ни ладу разг ἀπό τήν πόλη Ερχομαι καί στήν κορφή κανέλλα -
4 бункер
1. мор. (топливная цистерна) η αποθήκη καυσίμωνугольный - του άνθρακα, η ανθρακαποθήκη2. мор. (топливо) τα καύσιμα (για εφοδιασμό του πλοίου) 3. (для хранения сыпучих и кусковых материалов) η αποθήκη, το αμπάρι- для скрапа мет. - παλιοσίδηρων- με σκραπРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бункер
-
5 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
6 сарай
-
7 склад
-
8 пакгауз
пакгаузм ἡ ἀποθήκη ἐμπορευμάτων:железнодорожный \пакгауз ἡ ἀποθήκη σιδη-ροδρομικοϋ σταθμού. -
9 погреб
погребм τό ὑπόγειο[ν], ἡ ὑπόγεια ἀποθήκη:винный \погреб ἡ ἀποθήκη κρασιών· пороховой \погреб воен. ἡ πυριτιδαποθήκη. -
10 под
под 1-а α.βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.под 2κ. подо (πρόθεση).I.Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•
ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.
2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•
под арест υπό κράτηση•
под угрозу υπο ή με την απειλή•
отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•
отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.
3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.
4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•под воскреснье κατά την Κυριακή•
под праздник κοντά τη γιορτή•
под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•
под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•
-вечер κατά το βράδυ•
под утро κατά το πρωί•
ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).
5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•под шум κάτω από τον θόρυβο•
под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•
петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.
6. (προορισμό)• για•бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•
склад под овощи αποθήκη λαχανικών.
7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•
под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.
|| (για όργανο, εργαλείο)• με•остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.
8. με, επί•выдать под расписку δίνω με υπογραφή•
под честное слово με λόγο τιμής.
II.Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).1. κάτω απο•стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•
сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•
под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).
|| (για επίδραση) κάτω απο•под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.
2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•
под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
|| με•под замком με κλειδωνιά•
под ключом με το κλειδί.
3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•
под тяжестью λόγω της βαρύτητας.
4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•
битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.
5. (προορισμό)• για•банка под вареньем βάζο για γλυκό•
склад под овощами αποθήκη λαχανικών•
поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.
6. με, υπό•судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•
под псевдонимом με το ψευδώνυμο•
под именем με το όνομα•
под названием με την ονομασία.
|| με•под соусом με σάλτσα.
|| με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.
-
11 база
1. (основа, основание сооружение для обслуживания чего-л.) η βάσηоперационная мор. - των επιχειρήσεων2. арх. η βάση, το θεμέλιο, (колонны) το πέδιλο 3. (склад, место для хранения чего-л.) η αποθήκη 4. маш. η επιφάνεια αναφοράς 5. (в гиперболических системах навигации) η γραμμή βάσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > база
-
12 бензохранилище
η δεξαμενή βενζίνης, η αποθήκη βενζίνης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бензохранилище
-
13 бондовый
(находящийся в залоге на таможенном складе) мор. της εγγύησης (κάτι που βρίσκεται ως εγγύηση στην αποθήκη εμπορευμάτων του τελωνείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бондовый
-
14 боцман
мор. ο ναύκληρος, ο λοστρόμος (ξεν.)-ская η αποθήκη του ναυκλήρου/λοστρόμουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > боцман
-
15 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
16 двор
η αυλή, το προαύλιοгрузовой - ο σταθμός/η αποθήκη των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двор
-
17 депо
το υπόστεγο, το συνεργείο, η αποθήκηпожарное - ο πυροσβεστικός σταθμός, ο σταθμός πυρόσβεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > депо
-
18 жомохранилище
η αποθήκη υπολειμμάτων συμπίεσης, στίψης ή πρεσαρίσματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жомохранилище
-
19 запчасти
τα ανταλλακτικ/ά, мор. τα αμοιβάснабжать - ями εφοδιάζω/προμηθεύω με -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запчасти
-
20 затрата
1. (усилий и т.п.) η κατανάλωση 2. -ы мн. (расходы) τα έξοδ/α, οι δαπάνεςвид затрат είδος - ων, предел затрат όρια των - ωνмалые - μικρά -, ελάχιστα -- на установку (оборудования) - τοποθέ-τησης/εγκατάστασης/συναρμολόγησης των μηχανημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затрата
См. также в других словарях:
αποθήκη — η (AM ἀποθήκη) [αποτίθημι] καλυμμένος χώρος προορισμένος για τη διαφύλαξη εμπορευμάτων ή άλλων ειδών νεοελλ. 1. ιδιαίτερος χώρος οχήματος, πλοίου, αμαξοστοιχίας, αεροπλάνου, όπου φυλάσσονται οι αποσκευές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αποθήκη — η τόπος που βάζουν πράγματα για φύλαξη: Για να γίνεται καλά η δουλειά του χρειαζόταν μια μεγαλύτερη αποθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθήκη — ἀ̱ποθήκη , ἀποθέω run away plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱ποθήκη , ἀποθέω run away plup ind act 1st sg (doric aeolic) ἀποθήκη any place wherein to lay up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθήκῃ — ἀ̱ποθήκῃ , ἀποθέω run away perf subj act 3rd sg (doric aeolic) ἀποθήκη any place wherein to lay up fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποθήκη θερμότητας — Σύστημα απομονωμένο από άλλα συστήματα, που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας και έχει τέτοιο μέγεθος, ώστε κατά τη διεργασία αποκατάστασης θερμικής ισορροπίας με άλλο σύστημα να μπορεί να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες ενέργειας χωρίς να… … Dictionary of Greek
Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων — Μηνιαίο περιοδικό Αμερικανών ιεραποστόλων που κυκλοφορούσε στα ελληνικά στη Σμύρνη (1837 44). Η ύλη του ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδική, γι’ αυτό και το περιοδικό γνώρισε πολλές ανατυπώσεις τόμων ή άρθρων του … Dictionary of Greek
Αποθήκη των ωφελίμων και τερπνών γνώσεων — Εικονογραφημένο μηνιαίο περιοδικό που ιδρύθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1847 και εκδόθηκε έως το τέλος του 1848. Διευθυντής και εκδότης του περιοδικού ήταν ο Ιάκωβος Πιτζιπιός από τη Χίο. Το περιοδικό δημοσίευε εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου… … Dictionary of Greek
ἀποθηκῶν — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθῆκαι — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθήκαις — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek