Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αποζητώ

См. также в других словарях:

  • αποζητώ — ( άω) (Μ ἀποζητῶ, έω) απαιτώ, αξιώνω νεοελλ. 1. ζητώ εναγωνίως κάτι ή κάποιον, ψάχνω παντού να βρω 2. ποθώ κάτι που στερήθηκα, νοσταλγώ …   Dictionary of Greek

  • αποζητώ — αποζητάω / αποζητώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αποζήτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποζητώ — ησα, ήθηκα 1. αναζητώ με πόθο κάτι που έχασα: Αποζητούσε την απλή και αθώα ζωή των παιδικών του χρόνων. 2. αισθάνομαι την έλλειψη αγαπημένου προσώπου: Είμαι βέβαιος πως, όταν λείψω, θα με αποζητάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιποθώ — (Α ἐπιποθῶ, έω) 1. επιθυμώ επιπλέον, σφοδρά («τοῡτ’ ἐστὶν ὃ ἔτι ἐπιποθῶ», Πλάτ.) 2. επιζητώ με μεγάλη επιθυμία 3. λυπάμαι για την στέρηση, αποζητώ …   Dictionary of Greek

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μετακλαίω — και αττ. τ. μετακλάω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) κλαίω κατόπιν ή όταν είναι πια αργά 2. θρηνώ, παραπονιέμαι για κάτι εκ τών υστέρων, αποζητώ κάτι με θρήνους …   Dictionary of Greek

  • χαϊδεύω — και χαδεύω Ν [χάιδι / χάδι] 1. θωπεύω, αγγίζω ή τρίβω ελαφρά με την παλάμη τού χεριού, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη κάποιον (α. «τού χάιδεψε το μέτωπο» β. «μη χαϊδεύεις πολύ τη γάτα») 2. περιποιούμαι πολύ κάποιον ή συμπεριφέρομαι κολακευτικά σε… …   Dictionary of Greek

  • αποζητάω — / αποζητώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αποζήτησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: αποζητάω : στην κοινή νεοελληνική είναι σπάνια η κλίση του ρήματος κατά το θεωρώ (βλ. πίν. 73 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναγυρεύω — εψα, αναζητώ, αποζητώ με πόθο κάτι που είχα: Αναγύρεψε τους συνομήλικους συχωριανούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»