-
1 αποδυναμώνομαι
weakenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποδυναμώνομαι
См. также в других словарях:
αποδυναμώνομαι — αποδυναμώνομαι, αποδυναμώθηκα, αποδυναμωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek