Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αποδυναμώνομαι

См. также в других словарях:

  • αποδυναμώνομαι — αποδυναμώνομαι, αποδυναμώθηκα, αποδυναμωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»