-
1 αποδρώ
[аподро] р. совершать побег.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποδρώ
См. также в других словарях:
ἀποδρῶ — ἀποδιδράσκω run away aor subj act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)