-
1 απογράφομαι
-
2 ἀπογράφομαι
-
3 ἀπογράφομαι
+ V 0-1-0-1-4=6 JgsA 8,14; Prv 22,20; 3 Mc 2,29; 4,14; 6,34M: to register, to enroll for [τί τινι] Prv 22,20; to register [τινα] JgsA 8,14 P: to be registered 3 Mc 2,29 -
4 εναπογραφομαι
-
5 συναπογραφομαι
1) вместе записываться (в качестве кандидата), выставлять и свою кандидатуру Plut.:2) досл. ставить свою подпись, перен. присоединятьсяσυναπογράψαι τινί Sext. — примкнуть к чьему-л. мнению
-
6 ἀπογράφω
ἀπογράφω mid.: fut. ἀπογράψομαι; 1 aor. ἀπεγραψάμην. Pass.: 2 aor. ἀπεγράφην LXX; pf. ptc. ἀπογεγραμμένος (Hdt. et al.; ins, pap, LXX, En; TestSol 28:8 B; TestAbr) to ‘write-off’ i.e. to copy, a common term for the making of copies of official documents. Hence to enter into a list, registerⓐ of official registration in tax lists (Philol 71, 1912, 24; POxy 249, 5; 250, 1; PLond III, 904, 32 [I A.D.] p. 126 et al.; cp. ἀπογραφή) mid. as t.t. register (oneself) (Arrian, Anab. 3, 19, 6) Lk 2:3, 5; pass. vs. 1; w. obj. of Joseph ἀπογραψομαι τοὺς υἱούς μου I shall have my sons registered GJs 17:1, foll. by πῶς αὐτὴν (Μαρίαν) ἀπογράψομαι; in the same sense prob. ἀπογράψασθαι ὅσοι εἰσὶν ἐν Βηθλεέμ loc. cit. (For the sense ‘declare’ [property] s. PTaur LVII, 11 [II B.C.]; cp. POxy 246, 10 [I A.D.]; add. reff. DGE s.v.)ⓑ of records kept by God, fig. ext. of a (the Book of Life; cp. En 98:7 and 8; TestAbr A 12 p. 91, 11 [Stone p. 30] al.; ApcPl 10 p. 39f Tdf. πάντα τὰ πραττόμενα παρʼ ὑμῶν καθʼ ἡμέραν ἄγγελοι ἀπογράφονται [=‘write down’] ἐν οὐρανοῖς=daily the angels write down in heaven the things that we do) πρωτότοκοι ἀπογεγραμμένοι ἐν οὐρανοῖς firstborn registered in heaven Hb 12:23. S. ἀπογραφή.—EDNT. M-M s.v. ἀπογράφομαι. New Docs 1, 79f, w. examples of a typical return (BGU 2223) and an extract from a register (BGU 2228), both II A.D..
См. также в других словарях:
απογράφομαι — απογράφομαι, απογράφ(τ)ηκα, απογραμμένος βλ. πίν. 122 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπογράφομαι — ἀπογράφω write off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογράφω — (AM ἀπογράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή αρχ. Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου 2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη 3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία ΙΙ. (μέσ.,… … Dictionary of Greek
προαπογράφομαι — Α 1. περιγράφω κάτι προηγουμένως («τὰς βορειοτέρας προαπογραφόμενοι τῶν χωρῶν», Πτολ.) 2. καταγράφομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογράφομαι «εγγράφομαι, καταγράφομαι»] … Dictionary of Greek
πρωταπογράφομαι — Α εγγράφομαι σε κατάλογο για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἀπογράφομαι] … Dictionary of Greek