-
1 απογοητευηκός
[апогоигэфтикос]εκ. разочаровывающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απογοητευηκός
-
2 απογοητευηκός
[апогоигэфтикос] επ разочаровывающий.
1 απογοητευηκός
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απογοητευηκός
2 απογοητευηκός