-
1 αποβολή
[аповоли] ουσ. Θ. отбрасывание, выкидыш, аборт,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποβολή
-
2 аборт
-
3 выкидыш
мед. 1. (преждевременное прекращение беременности) η αποβολή 2. (преждевременно рожденный и нежизнеспособный плод) το απόρριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выкидыш
-
4 исключение
1. (невключение, недопущение) η εξαίρεση 2. (удаление) η αφαίρεση 3. (из организации, учебного заведения) η διαγραφή, η αποβολή, το διώξιμο, η εκδίωξη 4. (отступление от общего правила) η εξαίρεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исключение
-
5 увольнение
(с работы) η απόλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > увольнение
-
6 эжекция
η εκδίωξη, η αποβολή, η εκτόξευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эжекция
-
7 аборт
абортм ἡ ἐκτρωση [-ις], ἡ ἀποβολή. -
8 выкидывать
выкидыватьнесов1. см. выбрасывать·2. (преждевременно родить) разг ἀπορρίχνω, ἀποβάλλω, κάνω ἀποβολή[ν], κάνω Εκτρωση. -
9 выкидыш
выкидышм1. ἡ ἀποβολή, ἡ ἐκτρωση[-ις]·2. (плод) τό Εκτρωμα, τό ἀπορ-ριξιμιό, τό ἀπόρριγμα. -
10 вытравить
вытравитьсов, вытравлять несов1. (истреблять) ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω/ ἐξαλείφω, βγάζω (пятно):\вытравить плод мед. καταστρέφω τό Εμβρυο, κάνω ἀποβολή, κάνω ἐκτρωση·2. (надпись, рисунок и т. п.) χαράσσω (или ἐγκαίω) μέ νιτρικό ὀξύ·3. (производить потраву) καταπατώ, τσαλαπατώ, καταστρέφω·4. перен (искоренять) ἐξαφανίζω, ξεριζώνω. -
11 аборт
[αμπόρτ] ουσ. α. έκτρωση αποβολή -
12 выкидыш
[βύκιντυς] ουσ. α αποβολή -
13 elimination
French\ \ éliminationGerman\ \ Ausschaltung; EliminationDutch\ \ eliminatieItalian\ \ eliminazioneSpanish\ \ eliminaciònCatalan\ \ eliminacióPortuguese\ \ eliminaçãoRomanian\ \ -Danish\ \ eliminationNorwegian\ \ elimineringSwedish\ \ elimineringGreek\ \ αποβολήFinnish\ \ poisto; eliminointiHungarian\ \ felszámolásTurkish\ \ eleme; yok etmeEstonian\ \ elimineerimineLithuanian\ \ eliminavimas; pašalinimasSlovenian\ \ odpravePolish\ \ eliminacjaRussian\ \ устранениеUkrainian\ \ вилучення; виключенняSerbian\ \ елиминацијаIcelandic\ \ brotthvarfEuskara\ \ deuseztatzekoFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ روش حذفیArabic\ \ حذفAfrikaans\ \ eliminasieChinese\ \ 削 去 ( 法 )Korean\ \ 소거법 -
14 аборт
[αμπόρτ] ουσ α έκτρωση αποβολή -
15 выкидыш
[βύκιντυς] ουσ α αποβολή -
16 аборт
-а α.έκτρωση, αποβολή. -
17 выкидыш
-а α. άμβλωση. έκτρωση, αποβολή. || έκτρωμα, απόρριγμα, απορριξιμιό. -
18 выкинуть
ρ.σ.μ.1. βλ. выкидать.2. βγάζω, κινώ προς τα μπρος, προβάλλω.(ναυτ.) σηκώνω, υψώνω•-ли красный флаг о помощи σήκωσαν κόκκινη σημαία για βοήθεια.
3. αναδίδω, βγάζω, πετώ, ρίχνω (φύτρα, βλαστούς κ.τ.τ.) εκφύω.4. (απλ.) αποβάλλω, κάνω αποβολή, το ρίχνω.5. βγάζω για πούλημα•выкинуть товар на рынок ρίχνω εμπόρευμα στην αγορά.
6. χαριεντολογώ, καλαμπουρίζω, αστειολογώ.εκφρ.выкинуть из головы, из сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι., την καρδιά τη μνήμη (ξεχνώ, λησμονώ).(απλ.) ρίχνομαι, πετάγομαι, πηδώ έξω•сумашедший -лся из окна ο τρελλός ρίχτηκε από το παραθύρι.
|| ξεπετιέμαι•-лся столб дыма ξεπετάχτηκε στήλη καπνού.
|| (απρόσ.) λαχαίνω, πέφτει ο κλήρος, ο λαχνός. -
19 выключка
-и θ. παλ. αποβολή, διώξιμο. -
20 исключение
-я ουδ.1. αποκλειση, -σμός• εξαίρεση• διαγραφή.2. αποβολή, διώξιμο.εκφρ.в виде -я – σαν εξαίρεση, κατ εξαίρεση•без -я – χωρίς εξαίρεση•за исключение – εκτός,πλην, εξαιρέσει.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀποβολή — throwing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβολή — η 1. διώξιμο, αποπομπή: Ο μαθητής τιμωρήθηκε με αποβολή. 2. βγάλσιμο, αφαίρεση: Η αποβολή των κακών συνηθειών δεν είναι κάτι εύκολο. 3. χάσιμο, απώλεια: Η αποβολή της ντροπής οδηγεί σ αυτό το χάλι. 4. πρόωρος τοκετός: Ήταν δύο μηνών, αλλά έκαμε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
ἀποβολῇ — ἀποβολῆι , ἀποβολεύς one who has lost masc dat sg (epic ionic) ἀποβολή throwing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῆ — ἀποβολεύς one who has lost masc nom/voc/acc dual ἀποβολεύς one who has lost masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολαῖς — ἀποβολή throwing away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολαί — ἀποβολή throwing away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολήν — ἀποβολή throwing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολῶν — ἀποβολή throwing away fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek