Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

απλώνομαι

  • 1 απλώνομαι

    allonger

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > απλώνομαι

  • 2 απλώνομαι

    sprawl

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απλώνομαι

  • 3 απλώνω

    1. μετ.
    1) раскладывать; развёртывать; рассти- ать (для просушки); 2) вывешивать, развешивать (для просушки); 3) протягивать, простирать (руки); раскрывать объятия); вытягивать (ноги); расправлять (крылья); 4) поднимать (паруса);

    § απλώνω τίς δουλειές μου — расширять круг своих занятий;

    άπλωνε τα πόδια σου κατά το πάπλωμα σου посл, по одёжке протягивай ножки;

    απλώνω χέρι πάνω σε κάποιον — поднимать руку на кого-л.;

    2. αμετ.
    1) расстилаться; простираться; распространяться; άπλωσε η φωτιά пожар распространился; 2) тянуться (за чём-л.); протягивать руку (к чему-л.);

    μην απλώνεις στο τραπέζι — не трогай ничего на столе;

    § έχει τραχανά απλωμένο ирон. а) ему некогда;
    б) ему трын-трава; ему безразлично;

    απλώνομαι

    1) — расстилаться, простираться; — распространяться;

    2) развернуться (в делах);
    3) располагаться, лежать свободно, широко

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απλώνω

См. также в других словарях:

  • απλώνομαι — απλώνομαι, απλώθηκα, απλωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω …   Dictionary of Greek

  • παραπετάννυμαι — Α 1. κρεμιέμαι ως παραπέτασμα μπροστά σε κάποιον 2. απλώνομαι κατά μήκος ή για πολύ 3. φρ. «παραπέπταται ὄρνις» το πτηνό πετά μπροστά του με ανοιγμένα τα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πετάννυμαι «απλώνομαι») …   Dictionary of Greek

  • παραπλούμαι — όομαι, Μ απλώνομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁπλοῦμαι «απλώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… …   Dictionary of Greek

  • άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …   Dictionary of Greek

  • αμφιζάνω — ἀμφιζάνω (Α) επικάθημαι, απλώνομαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἱζάνω < θ. ἱζ , ἵζω + ριζική επαύξηση αν + ω] …   Dictionary of Greek

  • ανατρέχω — (AM ἀνατρέχω) 1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω 2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ νεοελλ. καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι 2. ανιχνεύω, αναζητώ 3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι 4. βλαστάνω, μεγαλώνω 5. εκτείνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από …   Dictionary of Greek

  • διακληρονομώ — διακληρονομῶ ( έω) (Α) 1. διανέμω με κλήρο 2. (το μέσ.) διακληρονομούμαι απλώνομαι, εκτείνομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»