-
1 απηχώ
[апихо] р. давать отзвук, отголосок, вызывать резонанс,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απηχώ
-
2 отразить
отразить 1) αντανακλώ (свету αντηχώ, απηχώ (звук ) 2) (показать ) απεικονίζω 3) (отбить ) αποκρούω (удар и т.. п.) \отразиться прям., перен. αντανακλώμαι* * *2) ( показать) απεικονίζω3) ( отбить) αποκρούω (удар и т. п.) -
3 отражать
1. (звук) αντηχώ, απηχώ 2. (свет) αντανακλώ, κατοπτρίζω 3. (отображать, воспроизводить) απεικονίζω 4. (отбить ответным ударом) αποκρούω, απωθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отражать
-
4 отдаваться
отдавать||ся1. (сдаваться) (παρα)δίδομαι:\отдаватьсяся во власть кого́-л. παραδίδομαι στήν ἐξουσία κάποιου·2. (посвящать себя чему-л.) ἀφιερώνομαι, ἀφιεροῦμαι, ἀφοσι-οῦμαι, ἐπιδίδομαι σέ:\отдаватьсяся целиком ка-ко́му-л. делу ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος σέ κάποια δουλειά·3. (о женщине) παραδίδομαι, δίνομαι·4. (отзываться) ἀντηχώ, ἀπηχώ, ἀντιλαλώ. -
5 резонировать
резонироватьнесов ἀντηχώ, ἀπηχώ, ἀντιλαλώ. -
6 отразить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отраженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. αποκρούω απωθώ•отразить удар αποκρούω χτύπημα.
|| μτφ. αντικρούω ανασκευάζω•отразить обвинений αντικρούω τις κατηγορίες.
2. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω. || αντηχώ, απηχώ.3. μτφ. απεικονίζω•отразить жизнь в романе απεικονίζω τη ζωή στο μυθιστόρημα.
1. παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαι.2. αντανακλώμαι, αντικατοπτρίζομαι.3. μτφ. απεικονίζομαι, καθρεφτίζομαι, φαίνομαι, διακρίνομαι•в глазах его -лся испуг στα μάτια του διακρίνονταν ο φόβος•
на лице е -лась радость στο πρόσωπο της φαινόταν η χαρά.
4. επιδρώ, επενεργώ, επηρεάζω. -
7 резонировать
-туетρ.δ. αντηχώ, απηχώ• α-ντιβουώ.
См. также в других словарях:
απηχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απηχώ — (Α ἀπηχῶ, έω) νεοελλ. δίνω την απήχηση, τον αντίχτυπο από κάποιο γεγονός αρχ. 1. αντηχώ 2. λέγω, εκστομίζω 3. ηχώ παράφωνα … Dictionary of Greek
απηχώ — ησα, αποδίνω ήχο, μτφ., προκαλώ εντύπωση, εκφράζω: Όσα υποστηρίζει απηχούν τις σκέψεις άλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπηχῶ — ἀπηχέω sound back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπηχέω sound back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλαλώ — (Α ἀντιλαλῶ, έω) νεοελλ. ανακλώ τον ήχο, αντηχώ 2. απηχώ (αμτβ. και μτβ.) 3. συμφωνώ αρχ. αντιλέγω ή ομιλώ εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
προαπήχημα — ατος, τὸ, Μ προκαταρκτικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπήχημα (< ἀπηχῶ «ηχώ, αντηχώ»)] … Dictionary of Greek