-
1 απεριόριστος
[апэриористос]εκ.неограниченный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απεριόριστος
-
2 безусловный
-
3 неограниченный
неограниченный απεριόριστος· απόλυτος (о власти)' \неограниченныйые* * *απεριόριστος; απόλυτος ( о власти)неограни́ченные полномо́чия — η περιόριστη πληρεξουσιότητα
-
4 абсолютный
απόλυτος, τέλειος, απεριόριστος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абсолютный
-
5 безмерность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безмерность
-
6 беспредельно
απεριόριστα, -ый απεριόριστοςατελείωτος, απέραντοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > беспредельно
-
7 неограниченно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неограниченно
-
8 произвольный
1. (ничем не стесняемый, свободный) ελεύθερος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, απεριόριστος 2. (производимый самовольно, по своему усмотрению) αυθαίρετος, ακαθόριστος 3. (не вытекающий из чего-л., лишённый доказательств) αβάσιμος, δίχως έρεισμα, αυθαίρετος, ανα-πόδεικτος, αθεμελίωτος, αστήρικτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > произвольный
-
9 безбрежный
безбрежныйприл ἀπέραντος, ἀχανής, ἀπεριόριστος. -
10 безграничный
безграничныйприл в разн. знач. ἀπειρος, ἀπέραντος, ἀπεριόριστος. -
11 бескрайний
бескрайнийприл ἀπειρος, ἀπέραντος, ἀπεριόριστος. -
12 беспредельный
беспредельныйприл ἀπεριόριστος, Ατελείωτος, ἀπέραντος. -
13 бессрочный
бессрочныйприл ἀπρόθεσμος, ἀπεριόριστος, ἐπ; ἀόριστον/ διαρκής, μόνιμος (постоянный):\бессрочный отпуск ἡ ἀδεια ἐπ' ἀόριστον \бессрочный паспорт τό διαρκές διαβατήριο. -
14 неограниченный
неограниченныйприл ἀπεριόριστος / ἀπόλυτος (о власти):\неограниченныйая монархия ἡ ἀπόλυτη μοναρχίά \неограниченныйое доверие ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη· \неограниченныйые права τά ἀπεριόριστα δικαιώματα -
15 бескрайний
[μπισκράϊνιϊ] εκ. απεριόριστος -
16 беспредельный
[μπισπριντιέλ'νυϊ] εκ. απεριόριστος -
17 необязательный
[νιαμπιζάπλ'νυΐ] εκ. όχι υποχρεωτικός ((ограниченный [νιαγκρανίτσιννυϊ] εκ. απεριόριστός -
18 бескрайний
[μπισκράϊνιϊ] επ απεριόριστος -
19 беспредельный
[μπισπριντιέλ'νυϊ] επ απεριόριστος -
20 необязательный
[νιαμπιζάπλ'νυϊ] επ όχι υποχρεωτικός ( (ограниченный[νιαγκρανίτσιννυϊ] επ απεριόριστός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπεριόριστος — unlimited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απεριόριστος — η, ο (AM ἀπεριόριστος, ον) αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο δίχως άκρη, άπειρος νεοελλ. μτφ. αυτός που ενεργεί ή κινείται χωρίς περιορισμούς, ανεμπόδιστος, ελεύθερος … Dictionary of Greek
απεριόριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι περιορισμένος, δεν έχει όρια: Έχετε στη διάθεσή σας απεριόριστο χρόνο. 2. ανεμπόδιστος: Τα παιδιά του ξεστράτισαν, γιατί τα είχε απεριόριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεριορίστως — ἀπεριόριστος unlimited adverbial ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριόριστον — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc sg ἀπεριόριστος unlimited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστοις — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστου — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστους — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστων — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστῳ — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριόριστα — ἀπεριόριστος unlimited neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)