-
1 απεργω
-
2 ἀπέργω
-
3 απεργώ
(ε) αμετ. бросать работу; бастовать -
4 απεργώ
[апэрго] ρ бастовать. -
5 ἀπείργω
Aἀπεέργει Hsch.
: [tense] fut. ἀπείρξω: [tense] aor. ἀπείργαθον (q.v.); [tense] aor. also , Th.4.37, etc.:—[voice] Pass., [tense] pf. inf.ἀπεῖρχθαι Phld.Mus.p.19
K.:—keep away from, debar from, c. gen.,ὁ δὲ Τρῶας.. αἰθούσης ἀπέεργεν Il.24.238
;σφέας θυσιέων ἀπέρξαι Hdt.2.124
;ἀ. πόλεως ζυγόν A.Th. 471
;ἐγώ σφ' ἀπείργω.. χαρᾶς S.Aj.51
(dub. sens.);οὐκ ἔστιν ὅτε ἀπείργομέν τινα.. μαθήματος ἢ θεάματος Th.2.39
, cf. 3.45; νόμων ἡμᾶς ἀπείργεις; do you exclude us from their benefit? Ar.V. 467;δείπνου ἀ. τινά Cratin.57
;ἀ. τινὰ ἀπό τινος Hdt.9.68
:—[voice] Med. like [voice] Act.,ἱκέτην ἀπείργεται A.Ch. 569
; but also, keep one's hands off, keep away from, .2 keep from doing, prevent (ἀπείργω τὸν βουλόμενον ἐνεργεῖν τι, ἀνείργω τὸν ἀρξάμενον AB1331
), c. acc. et inf., , cf. E.Rh. 432, Antiph.126; ;ἀ. τι μὴ γίγνεσθαι Pl.Lg. 837d
:—[voice] Pass., to be debarred from doing,ἅπτεσθαί τινος Id.Prm. 148e
.3 c. acc., keep back, keep off, ward off,μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ' ἀποέργει Od.3.296
; ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες (sc. τοὺς πολεμίους) Pi.O.13.59;τίς ταῦτ' ἀπεῖρξεν; S.Aj. 1280
; : abs., ἀλλ' ἀπείργοι θεός God forfend! S.Aj. 949;ὅπου μἠ.. καῦμα ἀπείργει Pl.Ti. 22e
, etc.b νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε checked them, Th.2.53, cf. Democr.259; τὴν βίαιον τροφὴν ἀ. prohibit it, Arist.Pol. 1338b41:—[voice] Pass.,φυγῇ ἀπειργόμενος X.HG1.4.15
.c τὸ ἀπεργμένον the old bed of the Nile laid dry by barring or damming off the river, Hdt.2.99; ὁ ἀγκὼν.. ὡς ἀπεργμένος ῥέῃ dammed off, ibid.II part, divide, separate, :—and so, bound, skirt, of seas and rivers, etc.,ὁ Ἅλυς ἔνθεν μὲν Καππαδόκας ἀπέργει, ἐξ εὐωνύμου δὲ Παφλαγόνας Hdt.1.72
; πρὸς βορῆν ἄνεμον ὁ Κεραμεικὸς κόλπος ἀπέργει ib. 174, cf. 204, 2.99, 4.55.2 of travellers, ἐπορεύετο ἐν ἀριστερῇ μὲν ἀπέργων Ποίτειον πόλιν κτλ. keeping Rhoeteium on the left.., Id.7.43; ἐκ δεξιῆς χειρὸς τὸ Πάγγαιον ὄρος ἀ. ib. 112, cf. 109, 8.35.III shut up, confine,αἱ ἐσχατιαὶ τὴν ἄλλην χώρην ἐντὸς ἀ. Id.3.116
;ἀπεργμένον ἐν τῇ ἀκροπόλει Id.1.154
, cf. 5.64;ἐν τῷ ἱρῷ Id.6.79
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπείργω
См. также в других словарях:
απεργώ — απεργώ, απήργησα και απέργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απεργώ — κάνω απεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
απεργώ — έργησα, παίρνω μέρος στην απεργία: Απεργούν κάμποσο καιρό οι κλωστοϋφαντουργοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… … Dictionary of Greek